Το τρέχον χρονικό διάστημα πληροφορούμαστε συνεχώς για νέους οι οποίοι πετυχαίνουν ανά την Ελλάδα σε πρότυπες επιχειρηματικές κινήσεις αλλά και σε πρωτότυπες ενασχολήσεις με τον πρωτογενή τομέα. Τα τελευταία στοιχεία μας δείχνουν ένα τεράστιο αριθμό πολιτών οι οποίοι επιθυμούν (ορισμένοι ήδη το έχουν πράξει) την επιστροφή τους από την πόλη στην ύπαιθρο. Υπολογίζεται ότι αυτός ο αριθμός προσεγγίζει το ένα με ενάμισι εκατομμύριο ανθρώπους και από αυτούς ένα μεγάλο ποσοστό αφορά νέους έως 30 χρονών με πανεπιστημιακή μόρφωση. Είναι σαφές ότι το μοντέλο ανάπτυξης που υιοθετήθηκε τα προηγούμενα χρόνια και το οποίο ήθελε ένα κράτος υπηρεσιών, άνευ παραγωγικού τομέα, κατέρρευσε και μέρα με την μέρα όλοι καταλαβαίνουν πως ο πρωτογενής τομέας πρέπει να αποτελέσει μοχλό ανάπτυξης, ανεξάρτητο αλλά και σε συνεργασία με τους άλλους δύο οικονομικούς πόλους, τον τουρισμό και την ναυτιλία.
Αυτό που πρέπει να προσδιοριστεί από την πλευρά της πολιτείας, είναι, αν θα ήταν περισσότερο επικερδές και για τους πολίτες και για το κράτος η στόχευση σε μία κατευθυντήρια γραμμή παραγωγικής διαδικασίας στις καλλιέργειες και την κτηνοτροφία. Μέχρι στιγμής εκτός φωτεινών περιπτώσεων η παραγωγή εστίαζε στις παραδοσιακές καλλιέργειες, όπως τα οπωροκηπευτικά και τα φρούτα που όλοι σχεδόν καταναλώνουμε λόγω των διατροφικών μας συνηθειών. Βεβαίως σε μία στρατηγική όπου πρέπει συνεχώς να μειώνουμε τα ελλείμματα μας, είναι σαφές ότι ακόμα και στο κομμάτι των διατροφικών αναγκών των Ελλήνων πολιτών η χώρα μας πρέπει να γίνει αυτάρκης. Αυτό σημαίνει ότι το ισοζύγιο εισαγωγών εξαγωγών στα προϊόντα πρωτογενούς παραγωγής δεν νοείται να είναι αρνητικό και πρέπει επιτέλους, να παράγουμε ότι καταναλώνουμε. Η παραγωγή των παραδοσιακών αγροτικών προϊόντων όμως, δεν μπορεί να είναι πολύ επικερδής αφού ο ανταγωνισμός είναι τεράστιος.
Πρέπει να δοθεί έμφαση στην παραγωγή νέων μορφών καλλιέργειας και κτηνοτροφίας, υπερσκελίζοντας το αρνητικό ισοζύγιο και θέτοντας την Ελλάδα στις πρώτες θέσεις πρότυπων παραγωγικών χωρών. Μπορούμε να το πετύχουμε αυτό αν αντιληφθούμε γρήγορα, ότι μέρα με την μέρα δημιουργούνται νέες αγορές, κυρίως αυτών των αναπτυσσόμενων χωρών (βλ. Κίνα, Ρωσία). Ποιος θα πίστευε ότι οι Κινέζοι και κυρίως οι κυρίες αυτών χρησιμοποιούν το ελληνικό ελαιόλαδο ως καλλυντικό και πληρώνουν αδρά για ένα μπουκαλάκι των 50ml παρθένας ποιότητας, την στιγμή που ο Έλληνας παραγωγός το πουλά σε εξευτελιστική τιμή. Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Οι αγορές αγροτικών προϊόντων έχουν ανοίξει και όσον αφορά την μεταποίηση αυτών σε φαρμακευτικά προϊόντα όπως τα πολυβιταμινούχα, τα οποία περιέχουν ουσίες που εντοπίζονται στο ιπποφαές, στην στέβια και στο βατόμουρο. Η μαύρη τρούφα και τα σαλιγκάρια εντάσσονται επίσης με αυξανόμενη τάση στην διατροφική αλυσίδα εκατομμυρίων πολιτών γεγονός που εξαντλεί τα αποθέματα τέτοιων παραγωγών, με αποτέλεσμα να μην επαρκούν ούτε για την εγχώρια αγορά.
Είναι επιτακτική ανάγκη τα παραδοσιακά προϊόντα μας, να λάβουν ονομασία προέλευσης αντίστοιχη με αυτή της ελληνικής φέτας, της μαστίχας και του κρόκου. Ακόμα όμως σημαντικότερη είναι η ανάγκη συνδρομής του Ελληνικού Κράτους προς τους παραγωγούς. Αυτή η συνδρομή μπορεί να λάβει χώρα με διάφορους τρόπους όπως αυτός της επιστημονικής υποστήριξης των αγροτών, η εντατικοποίηση των ενημερώσεων τους για νέες μορφές παραγωγής, αλλά και με την συνεχή επαγρύπνηση των υπουργείων όσον αφορά τους ελέγχους με στόχο το ελληνικό προϊόν να μην υποβαθμιστεί ποιοτικά και να κριθεί συνολικά αδίκως. Τα ελληνικά προϊόντα είναι αρίστης ποιότητας και πρέπει να προστατευτούν. Είναι απαραίτητο ο προσανατολισμός που δίνεται στους αγρότες από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων να είναι σαφής και ευδιάκριτος και να κεντρίσει το ενδιαφέρον των νέων ανθρώπων που θα στραφούν στην πρωτογενή παραγωγική διαδικασία. Είμαι αισιόδοξος πως μέσα από αυτή την κρίση, η ελληνική αγροκτηνοτροφία θα αναδιαρθρωθεί και θα τεθούν νέες βάσεις ώστε ο πρωτογενής τομέας, να παίξει σημαντικό ρόλο στην παραγωγή πρωτογενών πλεονασμάτων και στην επιθυμητή και όχι αδύνατη, επανάκτηση της ευημερίας των Ελλήνων.