Ο Ανδρέας Ζήκος αποτελεί για τρεις και πλέον δεκαετίες μία από τις πιο γνωστές φυσιογνωμίες του ελληνικού ποδοσφαίρου. Ξεκινώντας την ποδοσφαιρική του καριέρα από το Νεοχώρι Αιτωλοακαρνανίας, απ’ όπου και κατάγεται, και κάνοντας τα πρώτα του βήματα στην ομάδα του χωριού του, τον Όμηρο Νεοχωρίου, κανείς δε θα μπορούσε φανταστεί τότε ότι θα εξελισσόταν σ’ έναν από τους μεγαλύτερους ποδοσφαιριστές αυτής της χώρας. Ειδικά η δεκαετία 1981-1990, κατά την οποία αγωνίστηκε με τη φανέλα της Παναχαϊκής, ήταν αυτή που τον καταξίωσε στο ποδοσφαιρικό στερέωμα και στη συνείδηση των φιλάθλων. Άλλωστε, το προσωνύμιο που τον ακολουθεί από τότε, «Κοϊμπρα», λόγω της ομοιότητας του αγωνιστικού του στυλ με τον μεγάλο βραζιλιάνο ποδοσφαιριστή Ζίκο, μόνο τυχαίο δεν είναι. Τον Α. Ζήκο, άλλωστε, την περίοδο της ποδοσφαιρικής του αιχμής είχαν την τύχη να τον απολαύσουν και οι Ηλείοι φίλαθλοι, καθώς τη διετία 1990-1992 φόρεσε τη φανέλα του Πανηλειακού.
Κι αν ο «Κοϊμπρα» των ελληνικών γηπέδων άφησε τη «σφραγίδα» του σ? όποια ομάδα αγωνίστηκε ως ποδοσφαιριστής, το ίδιο εξακολουθεί να κάνει εδώ και δώδεκα συν απτά έτη και σαν προπονητής. Εξάλλου η διοίκηση της Δόξας Νέας Μανολάδας μόνο τυχαία δεν τον επέλεξε για να την καθοδηγήσει στο φετινό πρωτάθλημα της πρώτη τη τάξει τοπικής κατηγορίας, αφού πίστευε εξ αρχής ότι ήταν ο πιο κατάλληλος για την οδηγήσει εκεί που εδώ και αρκετά χρόνια παλεύει… δηλαδή στην Δ’ Εθνική.
Ο Ανδρέας Ζήκος, λοιπόν, μιλά σήμερα στην «Πρωινή» για τα όσα έζησε ως προπονητής των «μαυραετών» και μοιράζετε μαζί μας τα «μυστικά» της επιτυχίας.
– Αναλάβατε τη Δόξα μετά την 4η αγωνιστική. Την πρώτη αγωνιστική μετά την ανάληψη των καθηκόντων σας νικήσατε στη Βάρδα και κάνατε μια διαφορά δύο βαθμών. Αυτή η διαφορά στη λήξη του α’ γύρου ήταν τετράποντη. Πώς αυτή η διαφορά εξανεμίστηκε στο β’ γύρο κι έφτασε στον πόντο;
«Όταν ανέλαβα την ομάδα μετά την 4η αγωνιστική ήταν στην 3η θέση. Μετά από 3 αγωνιστικές περάσαμε στην κορυφή με διαφορά 2 βαθμών, όπως είπες, από το βασικό ανταγωνιστή, όπως αποδείχθηκε μετά, τον ΠΑΟ Βάρδας. Στον πρώτο γύρο πραγματικά ήμασταν 2 βαθμούς μπροστά. Αλλά μέσα στη διάρκεια του β’ γύρου η διαφορά εκτοξεύθηκε κάποια στιγμή στους 9 βαθμούς. Εκεί είχαμε εμείς δύο άτυχα αποτελέσματα (Ανδραβίδα- Τραγανό), στα οποία φυσικά δικαιούμαστε νίκες. Αλλά το ποδόσφαιρο είναι ποδόσφαιρο και η διαφορά έφτασε στους 3 βαθμούς. Η ουσία ήταν από εκεί και πέρα να διατηρήσουμε το απόλυτο για να μην εμπλακούμε σε μπαράζ, σε περίπτωση στραβοπατήματος του αντιπάλου, πράγμα που τελικά δεν αποφύγαμε».
– Ήταν δύσκολο για εσάς όταν αναλάβατε να συναρμολογήσετε αυτή τη «μηχανή» με βάση το δικό σας τρόπο σκέψης;
«Ήταν η πρώτη φορά που εργάστηκα σε ομάδα τοπικού πρωταθλήματος και για έναν επαγγελματία πολλά πράγματα ήταν λίγο περίεργα. Με τα περισσότερα παιδιά δεν είχα συνεργαστεί. Ήταν δύσκολο και πάντα είναι δύσκολο. Όταν όμως είσαι επαγγελματίας και θες να είσαι επαγγελματίας, πρέπει και επιβάλλεται να μπορείς να το κάνεις. Αν δε μπορείς καλό είναι να μην αναλαμβάνεις αυτή την ευθύνη. Θέλω όμως να δώσω συγχαρητήρια στα παιδιά, γιατί ήταν πρωταγωνιστές σ’ αυτή προσπάθεια, όσον αφορά το αγωνιστικό κομμάτι. Χωρίς τη διάθεση του ποδοσφαιριστή άλλωστε ο προπονητής δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Αλλά και πάλι είναι ευθύνη του προπονητή να δημιουργήσει κίνητρο και διάθεση στον παίκτη».
– Τέθηκε ένα θέμα περί κακής φυσικής κατάστασης των παικτών όταν αναλάβατε. Υπήρξε τέτοιο θέμα;
«Φτάσαμε να παίζουμε 41 παιχνίδια και η ομάδα ήταν κατά γενική ομολογία σε άριστη κατάσταση και αυτό αποδείχθηκε στην παρουσία της στα μπαράζ ανόδου. Παρουσιαστήκαμε πολύ φρέσκοι, παρά τη μεγάλη επιβάρυνση όλου του πρωταθλήματος. Για να καταλήξουμε να έχουμε αυτό το πρόσωπο στο 41ο ματς, με απόθεμα ενέργειας για τουλάχιστον 5 παιχνίδια σχετικά ακόμα, απ’ όταν ανέλαβα την ομάδα έγινε μια πάρα πολύ προσεχτική δουλειά όσον αφορά το θέμα της φυσικής κατάστασης, η οποία εξαρτάται όχι μόνο από τη μελετημένη και προσεχτική σωματική επιβάρυνση, αλλά και από την τακτική συμπεριφορά, γιατί έτσι σπαταλάς λιγότερη ενέργεια με μεγαλύτερη ουσία. Άλλωστε, κάθε προπονητής έχει τη δική του σκέψη, αντίληψη αλλά και γνώση για το fitness (όλα τα στάδια που περνά ένας ποδοσφαιριστής για να παρουσιαστεί έτοιμος. Δηλ. σωματική, πνευματική και ψυχική προετοιμασία, ατομικά και ομαδικά), τη διαχείριση του έμψυχου υλικού και τη διαχείριση του παιχνιδιού, που είναι τα τρία βασικά στοιχεία για την πορεία μιας ομάδας. Εξάλλου, δεν κρίνω ποτέ τη δουλειά κανενός, γιατί ο καθένας έχει τον τρόπο του και είναι σεβαστός. Το αποτέλεσμα άλλωστε και η επίτευξη του στόχου αποδεικνύουν αν είναι σωστός ή λάθος. Εγώ διαμορφώνω την κατάσταση σε κάθε ομάδα που αναλαμβάνω σύμφωνα με το δικό μου σκεπτικό και δεν ασχολούμαι ποτέ με το τι έχει γίνει πριν. Εκτιμάω την κατάσταση, κρίνω και αναλόγως πράττω».
– Συζητήθηκε ότι δεν αξιοποιήσατε τους ντόπιους παίκτες. Τι έχετε να πείτε γι’ αυτό;
«Αυτό είναι λάθος γιατί Κανελλόπουλος, Λιούρης, Χανιάς, Κυριαζής, Χαμουζάς, Σάμαρης, παιδιά ντόπια, ακόμα Δημητρόπουλος Ι.Κ και Δημητρόπουλος Σ.Κ. είχαν την απαιτούμενη παρουσία. Ουσιαστικά η μισή ομάδα μέσα στον αγωνιστικό χώρο ήταν ντόπιοι. Εξάλλου αξιοποιήθηκε όλο το ρόστερ παρότι ήταν ελλιπές και δυσανάλογο. Πχ ένας αριστεροπόδαρος στην ομάδα. Αν πάρει κάποιος τις συμμετοχές των παικτών θα δει ότι εκτός από το βασικό κορμό υπάρχουν αρκετές συμμετοχές απ’ όλο το υλικό. Ακόμα αγωνίστηκαν και οι Λάζαρης, Μπάμιατζης, Κάτσενος έστω για λίγο. Παρότι μάλιστα ήρθαν τον τελευταίο μήνα στην ομάδα, με τον τρόπο τους βοήθησαν μπαίνοντας κι αυτοί στο πνεύμα της ομαδικότητας και του οικογενειακού κλίματος.
Οι συμμετοχές των παικτών είχαν να κάνουν με την ετοιμότητα τους στο να ανταποκριθούν στο ρυθμό, στο πλάνο και τις ανάγκες του παιχνιδιού. Ανάλογα δηλαδή με την εξέλιξή του. Συμμετείχαν στην προσπάθεια της ανόδου και πολλοί ποδοσφαιριστές, οι οποίοι ακόμα και στα φιλικά είχαν ελάχιστες συμμετοχές (π.χ. Κ. Χαμουζάς κ.α.), που ήταν βασικοί ακόμα στα πλέι οφ ανόδου. Ποτέ δεν ξεχώρισα ντόπιους και ξένους, γιατί όλοι ήταν μια οικογένεια για μένα. Θα πρέπει να αναφέρω εδώ ότι ο μόνος που δεν είχε πολλά λεπτά συμμετοχής ήταν ο τερματοφύλακας Παναγιωτόπουλος, αλλά μην ξεχνάμε ότι αυτή του τερματοφύλακα είναι μια ιδιαίτερη θέση, ειδικά για μια ομάδα που έχει στόχο το πρωτάθλημα».
– Όλοι υποστήριζαν, πως η Δόξα ήταν το αδιαφιλονίκητο φαβορί για την απευθείας άνοδο. Πώς τελικά ο ΠΑΟΒ σας συναγωνίστηκε;
«Ήταν το αδιαφιλονίκητο φαβορί, αφού μπήκε με τη στάμπα ?στόχος το πρωτάθλημα?. Αυτό δημιούργησε πιέσεις και όσον αφορά το χειρισμό το δικό μας μέσα στον αγωνιστικό χώρο, δηλ. ότι δεν πρέπει να αποτύχουμε και ότι πρέπει να κερδίζουμε, και χρειαζόταν την κατάλληλη ωριμότητα για να αντέξει η ομάδα μέχρι το τέλος, αναφορικά με τη διεκδίκηση του στόχου. Ο αντίπαλος δεν είχε αυτή την πίεση, όσον αφορά την διεκδίκηση του πρωταθλήματος. Όμως είχε την εμπειρία, λόγω φανέλας, διεκδικήσεις προηγούμενων ετών και τη διαδρομή του, αφού έχει φτάσει μέχρι τη Γ’ Εθνική. Πράγματα τα οποία δεν μπορείς να μην τα σεβαστείς και να μην τα υπολογίσεις, όποια κι αν ήταν η φετινή δυναμικότητα. Όλα αυτά τον κράτησαν μέσα στο παιχνίδι μέχρι το τέλος. Κι ένας άλλος σημαντικός λόγος για μένα, που έχει να κάνει καθαρά με την ομάδα μου, ήταν, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, ο περιορισμός των επιλογών αναφορικά με το έμψυχο υλικό. Γιατί δεν φτάνουν 4-5 καλές μεταγραφές για να πάρεις ένα πρωτάθλημα. Άλλωστε αυτό το αποδεικνύει το γεγονός ότι η Δόξα και τα προηγούμενα χρόνια έκανε αξιόλογες μεταγραφές, αλλά ποτέ δεν έφτανε στο στόχο. Γι’ αυτό αξίζουν πάρα πολλά μπράβο σ? όλα τα παιδιά της ομάδας, που κατάφεραν να φτάσουν μέχρι εκεί, αφού καταπονήθηκαν πολύ και όλοι μαζί δημιούργησαν μία χημεία, που σε συνδυασμό με την ωρίμανσή της σαν ομάδα έφτασε στο στόχο. Μέσα δηλαδή από τη δουλειά, τη νοοτροπία και τη φιλοσοφία καταφέραμε να ωριμάσουν οι συνθήκες για να φτάσουμε στο στόχο απέναντι μάλιστα σ’ έναν ιστορικά αξιόλογο αντίπαλο».
– Φοβηθήκατε έστω για μια στιγμή ότι θα μπορούσατε να χάσετε το πρωτάθλημα;
«Όχι. Και παρότι μετά την ήττα στη Βάρδα υπήρχε μία στεναχώρια και πίκρα, με το βλέμμα μου έλεγα ότι «δεν τελειώσαμε ακόμα». Απλά προβληματίστηκα εγώ προσωπικά μετά το δεύτερο μπαράζ, αφού η ομάδα δεν έβγαλε το αγωνιστικό της πρόσωπο, από τη στιγμή που η ομάδα μου υπερείχε σε αγωνιστική δυναμικότητα. Τότε έψαξα γιατί δεν βγάλαμε το πραγματικό μας πρόσωπο, ώστε να τελειώσει η υπόθεση στα δύο πρώτα ματς. Κι αφού κατέληξα και εντόπισα το πρόβλημα, το οποίο δεν ήταν αγωνιστικό, το τελευταίο ματς κερδήθηκε για μένα όχι την Κυριακή που παίξαμε, αλλά τις τρεις μέρες που μεσολάβησαν πριν απ’ αυτό. Και το λέω αυτό γιατί εντοπίζοντας το πρόβλημα και επαναλαμβάνω δεν ήταν αγωνιστικό, προετοιμαστήκαμε κατάλληλα κι αυτό αποδείχτηκε, αφού κερδίσαμε το ματς κάτω από πιο δύσκολες συνθήκες, απ’ ότι τα προηγούμενα δύο».
– Υπήρξε όντως πρόβλημα με διαιτητικές αποφάσεις σε βάρος σας, όπως υποστηρίζεται από μερίδα συναδέλφων;
«Υπάρχουν αξιόλογοι διαιτητές στο νομό Ηλείας, αλλά υπήρξαν πολλές προβληματικές διαιτησίες απέναντί μας. Δεν έχει να κάνει όμως η ικανότητα του διαιτητή με τη διαιτησία σ’ ένα ματς. Άλλο η ικανότητα του διαιτητή κι άλλο η διαιτησία του σ’ ένα ματς. Γι’ αυτό επιμένω ότι υπάρχουν αξιόλογοι διαιτητές. Απλά πρέπει να προσέξουν λίγο τη διαιτησία τους μέσα στο νομό, γιατί έχω παρακολουθήσει τους ίδιους εκτός νομού και είδα εκεί αξιόλογους διαιτητές με αξιόλογες διαιτησίες. Άρα θα πρέπει να βλέπουν διαφορετικά τα παιχνίδια εντός των ηλειακών συνόρων, γιατί έχουν την ικανότητα, ώστε να συμμετέχουν κι αυτοί στη βελτίωση και την ανάπτυξη του τοπικού ποδοσφαίρου. Γιατί το αντίθετο απλά δεν εξυπηρετεί το ποδόσφαιρο…».
-Ποιες οι σχέσεις σας με τη διοίκηση της Δόξας. Σας βοήθησε στο έργο σας όσο θα θέλατε;
«ΟΙ σχέσεις μου με τη διοίκηση της ομάδας ήταν άριστες. Ειδικά ο πρόεδρος βοήθησε και στήριξε με τη συμπεριφορά του αρκετά την ομάδα, ιδίως στις δύσκολες στιγμές, όπως και με τον κόσμο αλλά και με τους ποδοσφαιριστές οι σχέσεις μας ήταν εξίσου άριστες. Γι’ αυτό έχουν όλοι μερίδιο σ? αυτό που πετύχαμε. Το μεγαλύτερο βέβαια μερίδιο επιτυχίας οφείλεται στη συμπεριφορά και τη στήριξη του προέδρου τόσο ψυχολογικά όσο και λειτουργικά στις δύσκολες στιγμές πχ πληρωμή μετά την ήττα στην Ανδραβίδα. Εξάλλου επιλέχθηκα για να προσφέρω αποτέλεσμα, κι όχι απλά για να προσφέρω υπηρεσίες. Το ίδιο προσπάθησα να περάσω και στους παίκτες μου κι αυτοί ανταποκρίθηκαν από κάποιο σημείο και μετά. Άλλωστε,
– Είστε υπέρ ή κατά των πλέι οφ και γιατί;
«Είμαι κατά των πλέι οφ. Ο πρώτος είναι πρώτος και ο δεύτερος χάνεται στο πλήθος. Κανένας δεν μπορεί να διεκδικεί την κορυφή, όταν τερματίζει εκτός αυτής. Η κατάκτηση της κορυφής είναι στιγμιαία και δεν μπορεί να ξαναδιεκδικείται την ίδια στιγμή από τον δεύτερο».
– Σας επηρέασε ως σύνολο η απουσία του Γεωργιόπουλου;
«Έλλειψε αρκετά η παρουσία του, γιατί ήταν μια αξιόλογη μονάδα για την ομάδα. Ήταν μάλιστα λόγω τραυματισμού απόντας σε σημαντικά παιχνίδια. Γιατί η ομάδα στήριζε πολλά και σ? αυτόν. Αλλά το κενό καλύφθηκε μέσα από το ομαδικό πνεύμα και την ομαδική προσπάθεια που ήταν τα κυρίαρχα στοιχεία της ομάδας και πάνω σ? αυτά εξάλλου βασίστηκε αυτή η επιτυχία».
– Η μεταμόρφωση της Δόξας στο ειδικό πρωτάθλημα ήταν πλήρης και πιστώνετε σε σας. Που οφείλεται αυτή η αλλαγή;
«Στη δουλειά που κάναμε όσον αφορά το αγωνιστικό πλάνο καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονιάς. Σε ότι αφορά τη φρεσκάδα και τον υψηλό ρυθμό του παιχνιδιού βασίστηκε στις 20 μέρες που μεσολάβησαν, αφού προσέξαμε ώστε να παρουσιαστούμε όπως ακριβώς παρουσιαστήκαμε».
– Εντέλει τι θα χρειαστεί η σημερινή Δόξα, ώστε να παραμείνει στην κατηγορία, η οποία θα είναι δυσκολότερη από αυτές των προηγούμενων ετών;
«Αυτή είναι μια συζήτηση που θα γίνει μεταξύ προπονητή και διοίκησης. Πάντως δεν είναι εύκολο και απλό να συγκροτήσεις μια ομάδα που θα έχει ένα συγκεκριμένο προφίλ και στυλ, διατηρώντας το μέχρι το τέλος της περιόδου. Χρειάζεται πολύ προσοχή, για να μην αναγκαστείς μέσα στη χρονιά να ψάχνεις αλλαγές αντί αλλαγών. Αν δεν προσέξεις στη συγκρότηση της ομάδας, οι πιθανότητες της αποτυχίας είναι πάρα πολύ μεγάλες».
– Τι εμπειρίες αποκόμισες από τη φετινή χρονιά;
«Μέσα απ’ αυτήν την εμπειρία που έζησα προσπαθώ να βελτιωθώ και να ολοκληρώνομαι σαν προπονητής. Στο τέλος κάθε χρονιάς νιώθω ότι κάτι καινούριο έμαθα και το προσθέτω στην επόμενη».
– Θα θέλατε να παραμείνετε στη Δόξα;
«Και βέβαια θα ήθελα να παραμείνω στη Δόξα και με μεγάλη μου χαρά, για να συνεχίσουμε αυτό που ξεκινήσαμε φέτος, γιατί εκτιμώ παρά πολύ τους ανθρώπους που συνεργάστηκα και ιδιαίτερα τον πρόεδρο, Ανδρέα Χαμουζά. Αλλά για έναν επαγγελματία προπονητή αυτό δεν εξαρτάται από μια απλή απάντηση ούτε από την βούληση του καθενός».