Η ροπή ορισμένων ανθρώπων να είναι πιο ευάλωτοι στο μετατραυματικό στρες, είναι σε ένα βαθμό και θέμα γονιδίων, όπως διαπίστωσε για πρώτη φορά μία νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον αρμενικής καταγωγής καθηγητή ψυχιατρικής Αρμέν Γκοεντζιάν του πανεπιστημίου της Καλιφόρνια – Λος Άντζελες, που δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη στο ιατρικό περιοδικό “Journal of Affective Disorders”, σύμφωνα με το BBC, ανέλυσαν το DNA 200 μελών 12 οικογενειών, που είχαν επιβιώσει από το μεγάλο σεισμό μεγέθους 7,1 Ρίχτερ στην Αρμενία, το 1998, όπου είχαν βρει το θάνατο τουλάχιστον 25.000 άνθρωποι.
Όπως διαπιστώθηκε, όσοι διέθεταν στο γενετικό υλικό τους δύο γενετικές παραλλαγές που ρυθμίζουν την παραγωγή σεροτονίνης (της εγκεφαλικής ουσίας που επιδρά άμεσα στην ψυχική διάθεση και συμπεριφορά), ήταν πιθανότερο να εμφανίσουν συμπτώματα της διαταραχής του μετατραυματικού στρες. Η διαταραχή αυτή μπορεί να εμφανιστεί μετά από μία τραυματική εμπειρία, όπως πόλεμο, φυσική καταστροφή, παιδική κακοποίηση, σεξουαλική επίθεση κ.α.
Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν «φλας-μπακ» στο παρελθόν, συναισθηματική απάθεια ή, αντίθετα, υπερευαισθησία στον κίνδυνο κ.α. Εκτιμάται ότι περίπου το 3% του πληθυσμού σε μία χώρα, σε κάποια φάση της ζωής του, είναι πιθανό να εμφανίσει μετατραυματικό στρες.
ape mpe