του Μάριου Χ. Μπράμου
Δικηγόρος LL.M.
Την 07.11.2013 εκδόθηκε η απόφαση από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης) στην υπόθεση Βαλλιανάτος και λοιποί κατά Ελλάδος, στην οποία οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι, όσον αφορά τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια, παραβιάζονται τα άρθρα 14 (Απαγόρευση διακρίσεων) και 8 (Δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου με τη νομοθετική πρόβλεψη στο Ν. 3719/2008 ότι το Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης καταρτίζεται μεταξύ δύο ενήλικων ετερόφυλων προσώπων. Το Δικαστήριο έκανε δεκτές τις δύο ασκηθείσες προσφυγές και επεδίκασε αποζημίωση στους προσφεύγοντες. Παρακάτω ακολουθεί με χρονολογική σειρά η εν γένει αντιμετώπιση των ελληνικών δικαστικών αρχών, καθώς και του ΕΔΔΑ στο ζήτημα εάν υφίσταται δικαίωμα των ομοφυλοφίλων ζευγαριών να ενώνονται με το νομικό δεσμό του γάμου ή του συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης.
1. Η ΑΚΥΡΩΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΓΑΜΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΩΝ ΖΕΥΓΑΡΙΩΝ ΣΤΗΝ ΤΗΛΟ
Οι διατάξεις των άρθρων 1350 επ. του Αστικού Κώδικα δεν ορίζουν ρητά ότι γάμο μπορούν να συνάψουν μεταξύ τους μόνο άτομα διαφορετικού φύλλου. Έτσι, θεωρώντας προφανώς ότι οι διατάξεις αυτές μπορούν, υπό τις σημερινές συνθήκες, να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι επιτρέπουν και τη σύναψη γάμου μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλλου, ο Δήμαρχος Τήλου στις 03.06.2008 τέλεσε πολιτικούς γάμους μεταξύ δύο γυναικών και δύο ανδρών. Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Ρόδου άσκησε αγωγές, με τις οποίες ζήτησε να αναγνωριστεί ότι αυτοί οι δύο γάμοι είναι ανυπόστατοι, διότι στην κείμενη νομοθεσία δεν προβλεπόταν η σύναψη γάμου μεταξύ προσώπων του ίδιου φύλλου. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου, με τις υπ’ αριθμ. 114 και 115/ 2009 αποφάσεις του, έκρινε ότι από τη γραμματική διατύπωση των οικείων διατάξεων του Αστικού Κώδικα δεν προκύπτει εάν επιτρέπεται ή απαγορεύεται η σύναψη τέτοιων γάμων και επεχείρησε σύμφωνη με τα άρθρα 12 της ΕΣΔΑ (Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) και 23 του ΔΣΑΠΔ (Διεθνές Σύμφωνο Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων) ερμηνεία τους. Περαιτέρω, δέχθηκε ότι κατά την έννοια των διατάξεων αυτών απόκειται στον εθνικό νομοθέτη να προβλέψει ή να απαγορεύσει τη σύναψη γάμου μεταξύ προσώπων του ίδιου φύλλου. Στη συνέχεια, ερμήνευσε τις σχετικές διατάξεις του Αστικού κώδικα ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες θεσπίστηκαν όταν δηλαδή, κατά το δικαστήριο, ήταν αυτονόητο ότι γάμος μπορεί να συνάφθεί μόνο μεταξύ ετερόφυλων προσώπων και, αφού έλαβε υπόψη ότι άυτό γίνεται δεκτό και από τη θεωρία, καθώς και τον πρόσφατο Ν. 3719/2008, με τον οποίο θεσπίστηκε η «ελεύθερη συμβίωση» αποκλειστικά για ετερόφυλα ζέυγάρια, έκρινε, τελικά, ότι δεν είναι νόμιμη η τέλεση γάμου μεταξύ προσώπων του ίδίου φύλου και αναγνώρισε το ανυπόστατο των επίμαχων γάμων.
2. Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΓΑΜΩΝ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΩΝ ΖΕΥΓΑΡΙΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΕΔΔΑ
Το ίδιο ζήτημα αντιμετώπισε για πρώτη φορά και το ΕΔΔΑ (Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) με την απόφασή της 24.06.2010, Schalk και Kopf κατά Αυστρίας. Το Δικαστήριο, αφού διαπίστωσε ότι η γραμματική ερμηνεία του άρθρου 12 της ΕΣΔΑ επιτρέπει περισσότερες ερμηνευτικές εκδοχές, έλαβε υπόψη του όπως συχνά κάνει σε ανάλογες περιπτώσεις, αφ? ενός μεν το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως συγκριτικό δίκαιο, αφ? ετέρου δε τις νομοθετικές εξελίξείς στα συμβαλλόμενα κράτη. Παρατήρησε λοιπόν ότι από το άρθρο 9 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το επεξηγηματικό κείμενο που το συνοδεύει, αλλά και τις οδηγίες 2003/86/ΕΚ και 2004/38/ΕΚ συνάγεται σαφώς ότι το ενωσιακό δίκαιο αναγνωρίζει την ελευθερία του εθνικού νομοθέτη ως προς το ζήτημα αυτό, ενώ, εξάλλου, μόνο 6 από τα 47 συμβαλλόμενα στην ΕΣΔΑ κρατη είχαν θεσπίσει τη σύναψη γάμου μεταξύ προσώπω του ίδιου φύλου. Με τις σκέψεις αυτές κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, υπό τις υφιστάμενες κάτά την έκδοση της απόφασής του συνθήκες, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το άρθρο 12 της ΕΣΔΑ υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προβλέψουν τη σύναψη τέτοιων γάμων, απέρριψε δε και το συναφή ισχυρισμό ότι τέτοια υποχρέωση απορρέει από το άρθρο 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ.
Με την ανωτέρω, συνήθη στη νομολογία του, ερμηνευτική προσέγγιση, το ΕΔΔΑ άφηνε ανοικτό το ενδεχόμενο στροφής της νομολογίας του στο μέλλον σε περίπτωση μεταβολής των κοινωνικών συνθηκών και αντιλήψεων και ιδίως της εθνικής νομοθεσίας στα συμβαλλόμενα στην ΕΣΔΑ κράτη. Άλλωστε είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ αρχικά δέχόταν ότι το άρθρο 12 δεν επιτάσσει στα συμβαλλόμενα κράτη να δέχοντάι το γάμο μεταξύ προσώπου που μετέβαλε φύλο και προσώπου και προσώπου διαφορετικού φύλου (ΕΔΔΑ, αποφάσεις 1. της 30.06.1998, Sheffield και Horsham κατά Η.Β. και 2. της 27.09.1990, Cossey κατά Η.Β.), αργότερα δέχθηκε το αντίθετο, ενόψει της μεταβολής των ανωτέρω συνθηκών και των επιστημονικών εξελίξεων και διαπιστώσεων (ΕΔΔΑ, απόφαση της 11.07.2002, Goodwin κατά Η.Β., ολομ.).
3. Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΔΔΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΕΙΨΗ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗΣ ΠΡΟΒΛΕΨΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΑ ΖΕΥΓΑΡΙΑ ΣΤΟ Ν. 3719/2008 (ΣΥΜΦΩΝΟ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΣΥΜΒΙΩΣΗΣ)
Για το συγκεκριμένο ζήτημα κατατέθηκε αρχικά η υπ αριθμ. 29381/2009 προσφυγή των G.V. – N.M. κατά Ελλάδος, και ακολούθησε η υπ? αριθμ. 32684/2009 προσφυγή των C.S. -E.D. – K.T. – M.P. -A.H. -D.N. – Association SYNTHESSI – INFORMATION? κατά Ελλάδος. Οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι επειδή ο Ν. 3719/2008 παρέχει το δικαίωμα σύναψης συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης μόνο σε ετερόφυλα ζευγάρια, αυτόματα εξαιρεί τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια από το δικαίωμα αυτό. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι από τις δέκα εννέα (19) χώρες που είναι μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας και έχουν θεσπίσει νομικές ενώσεις για φυσικά πρόσωπα, που είναι διαφορετικές από το γάμο, μόνο δύο χώρες, η Λιθουανία και η Ελλάδα έχουν ξεκάθαρα προβλέψει στο νόμο ότι οι νομικές αυτές ενώσεις συνάπτωνται μεταξύ προσώπων διαφορετικού φύλου. Τελικά, το Δικαστήριο έκρινε ότι με την θέσπιση του Συμφώνου Ελεύθερης Συμβίωσης μόνο για ετερόφυλα ζευγάρια παραβιάζονται τα άρθρα 14 (Απαγόρευση διακρίσεων) και 8 (Δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια, και επεδίκασε αποζημίωση 15.000,00 ευρώ για τους δύο προσφεύγοντες της υπ’ αριθμ. 29381/2009 προσφυγής, και 36.000,00 ευρώ για τους έξι πρώτους προσφεύγοντες της υπ’ αριθμ. 32684/2009 προσφυγής, ενώ η έβδομη προσφεύγουσα (Νομικό Πρόσωπο) δεν έλαβε αποζημίωση καθώς το Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς της.