Στην τελική ευθεία για τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, η κυβέρνηση βάζει τις τελευταίες πινελιές στο πακέτο φορολογικών μέτρων που θα παρουσιάσει ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, με έμφαση στη μεσαία τάξη. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζει η αλλαγή στην κλίμακα φορολόγησης των εισοδημάτων από ενοίκια, που αναμένεται να εφαρμοστεί από το 2026. Η πιο ηχηρή μεταβολή είναι η εισαγωγή ενός νέου ενδιάμεσου συντελεστή 25% για εισοδήματα μεταξύ 12.000 και 35.000 ευρώ, κίνηση που φιλοδοξεί να μειώσει τα βάρη για όσους βρίσκονται στη μεσαία φορολογική κλίμακα.
Τα θετικά της ρύθμισης
Η πρώτη και πιο άμεση συνέπεια είναι η ελάφρυνση για τους ιδιοκτήτες μεσαίων εισοδημάτων. Ένας φορολογούμενος που εισπράττει 15.000 ευρώ από ενοίκια τον χρόνο, με το νέο σύστημα θα πληρώνει 2.550 ευρώ φόρο, αντί για 2.850 ευρώ σήμερα – μια μείωση 300 ευρώ. Για υψηλότερα εισοδήματα, το όφελος γίνεται ακόμη πιο αισθητό.
Δεύτερο, η κλιμάκωση με πιο ομαλές μεταβάσεις εκτιμάται ότι θα περιορίσει την αδήλωτη μίσθωση ακινήτων. Σήμερα, πολλοί ιδιοκτήτες προτιμούν να μην δηλώνουν το σύνολο του εισοδήματός τους για να αποφύγουν την απότομη μετάβαση στον υψηλότερο συντελεστή. Με το νέο πλαίσιο, η απόκρυψη γίνεται λιγότερο «δελεαστική».
Τρίτο, η ρύθμιση αναμένεται να δώσει ώθηση στην αγορά μακροχρόνιων μισθώσεων. Η κυβέρνηση εκτιμά ότι μέρος των περίπου 200.000 κλειστών κατοικιών μπορεί να διατεθεί στην αγορά, εφόσον οι ιδιοκτήτες θεωρήσουν ότι η φορολογική επιβάρυνση είναι πιο «λογική» και διαχειρίσιμη.
Παρά τα θετικά, οικονομικοί και κτηματομεσιτικοί κύκλοι προειδοποιούν ότι οι νέες ρυθμίσεις μπορεί να έχουν ανεπιθύμητες συνέπειες στην αγορά. Το βασικό επιχείρημα είναι πως η μείωση της φορολογίας, αν και θετική για τους ιδιοκτήτες, μπορεί να δημιουργήσει αντικίνητρα για σταθεροποίηση των ενοικίων. Αντιθέτως, ενδέχεται να λειτουργήσει ως αφορμή για νέες αυξήσεις, καθώς οι ιδιοκτήτες θα αισθανθούν μεγαλύτερη «ευχέρεια» να ενσωματώσουν στο ζητούμενο μίσθωμα μέρος της ελάφρυνσης.
Δεύτερον, η ρύθμιση δεν αγγίζει τις δομικές αιτίες που κρατούν τα ενοίκια σε υψηλά επίπεδα – την έλλειψη διαθέσιμων κατοικιών προς μακροχρόνια μίσθωση, τον ανταγωνισμό μέσω βραχυχρόνιων πλατφορμών μίσθωσης και τη συγκέντρωση ακινήτων σε λίγα χέρια. Εάν δεν υπάρξουν παράλληλες πολιτικές για την ενίσχυση της προσφοράς, οι μειώσεις φόρου μπορεί απλώς να «χαθούν» στην άνοδο των τιμών.
Τρίτον, ο κίνδυνος περιορισμού της προσφοράς δεν εκλείπει. Μια μερίδα ιδιοκτητών ενδέχεται να δει την ελάφρυνση ως ευκαιρία για να μεταφέρει ακίνητα σε πιο επικερδείς χρήσεις, όπως βραχυχρόνιες μισθώσεις, ειδικά αν η ζήτηση στην αγορά παραμείνει υψηλή και οι τιμές ανέβουν. Έτσι, η μείωση του φόρου μπορεί να μην φέρει τον αναμενόμενο αριθμό νέων ακινήτων στην αγορά.












