Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι…
Ο παραδοσιακός γάμος (Μέρος 3ο)
Γράφει η Κατερίνα Αναγνωστοπούλου – Σωτηροπούλου
Προετοιμασίες του γάμου
Μετά το αίσιο τέλος του προξενιού, το δόσιμο των χεριών, τη σύνταξη του προικοσύμφωνου και τους αρραβώνες, σειρά είχε ο γάμος.
Ο ορισμός της ημερομηνίας του γάμου σήμαινε γενική κινητοποίηση όλων των μελών και των δύο οικογενειών, αλλά και των συγγενών και των γειτόνων και φίλων, για να προετοιμάσουν όλα όσα αφορούσαν το γάμο. Έπρεπε να ταχτοποιηθούν τα προικιά, να συγυριστούν τα σπίτια, να ραφτεί το νυφικό, να ειδοποιηθούν τα όργανα, να προετοιμαστούν όλα τα χρειώδη για τα τραπέζι του γάμου (να γανωθούν τα καζάνια, πιρούνια, κουτάλια, να συγκεντρωθούν πιάτα, πιρούνια, κουτάλια, ποτήρια κλπ, από συγγενικά σπίτια, να σφαχτούν τα αρνιά και τα ζυγούρια).
Την τελευταία εβδομάδα η νύφη καλούσε τις ανύπαντρες αλλά και τις παντρεμένες φίλες της να τη βοηθήσουν να πλύνει και να σιδερώσει τα προικιά.
Τη Δευτέρα άρχιζε το πλύσιμο των ασπρορούχων, με χαρές και τραγούδια για τα «καλορίζικα». Έβραζαν στάχτη σε ένα καζάνι, το άφηναν να κατακάτσει και έφτιαχναν αλισίβα. Με αυτήν έπλεναν τα ρούχα για να γίνουν κατάλευκα.
Τα χοντρόρουχα τα έπλεναν στη νεροτριβή ή στο ρέμα, όπου τα στούμπαγαν με τον κόπανο για ν’ αφρατέψουν, ενώ τα υπόλοιπα τα έπλεναν στο σπίτι.
Την Τρίτη και την Τετάρτη τα σιδέρωναν τραγουδώντας και τα ταξινομούσαν.
Την Πέμπτη «ανάπιαναν» τα προζύμια για να ζυμώσουν την επόμενη το ψωμί. Στα προζύμια γινόταν εκδήλωση κανονική. Σαν σουρούπωνε μαζεύονταν και στο σπίτι του γαμπρού και στο σπίτι της νύφης φίλοι και συγγενείς. Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, που είχαν ζωντανούς και τους δύο γονείς, έφερναν στη μέση της κάμαρας μία σκάφη. Όταν κοσκίνιζαν τ’ αλεύρι, ασήμωναν οι παριστάμενοι το κόσκινο, πετούσαν μέσα νομίσματα με την ευχή πάντα γεμάτο να ‘ναι τ’ αμπάρι και πλούσιο το σπιτικό. Το αγόρι προσπαθούσε να πιάσει με το στόμα του τα νομίσματα και βεβαίως γέμιζε αλεύρι. Γέλια, κεράσματα και τραγούδια.
Την άλλη μέρα ζύμωναν εκτός από τα κανονικά ψωμιά και την κουλούρα της νύφης. Την ίδια μέρα ο γαμπρός έστελνε το κανίσκι στη νύφη με κρασί, κρέας, ψωμί, καθώς και το νυφικό και τα παπούτσια της. Το ίδιο έκανε και η νύφη. Έστελνε το δικό της κανίσκι στο γαμπρό που περιείχε πουκάμισο, εσώρουχα, γραβάτα, κάλτσες, καθώς και μια κανάτα γεμάτη νερό για να ξεδιψάσει την πεθερά.
Την Πέμπτη γινόταν και το ¨στρώσιμο¨ και ¨ασήμωμα¨ του νυφικού κρεβατιού, όπως και σήμερα, που στο χωριό ήρθε σαν κάτι νέο, μετά τη δεκαετία του ’70.
[[{“type”:”media”,”view_mode”:”media_original”,”fid”:”141570″,”attributes”:{“alt”:””,”class”:”media-image”,”height”:”1275″,”typeof”:”foaf:Image”,”width”:”1700″}}]]
Η …τελετή των προικιών
Την Παρασκευή στο σπίτι της νύφης, αφού έδεναν σχοινιά στην αυλή και άπλωναν τα προικιά της, καλούσαν όλο το χωριό. Εκεί η νύφη θα έδειχνε ό,τι καλύτερο είχε: εργόχειρα, κεντήματα, πλεκτά κ.λ.π. Απαραίτητος ο γιούκος με τα χοντρόρουχα. Από χρόνια η νύφη και η μάνα της κεντούσαν, έπλεκαν και ύφαιναν ή αγόραζαν ρούχα, για την προίκα και το χωριό έπρεπε να τα δει και να τα εκτιμήσει. Ήταν κατά κάποιο τρόπο η καταξίωση των κόπων της μάνας. Τα είχαν απλωμένα μέχρι να βασιλέψει ο ήλιος, για να δει ο κόσμος ότι η νύφη ήταν χρυσοχέρα και είχε καλή προίκα.
Στη συνέχεια τα κορίτσια άρχιζαν να τακτοποιούν τα ασπρόρουχα και τα εργόχειρα σε μπαούλα, προσεκτικά και με τάξη, για να πάνε στο σπίτι που θα έμενε το νέο ζευγάρι. Οι καλεσμένοι έριχναν ρύζι ευχόμενοι «καλορίζικα».
Τα προικιά τα κουβαλούσαν με άλογα, μουλάρια ή κάρα, συνήθως το Σάββατο, ενώ σε κάποια χωριά τη μέρα του γάμου. Έρχονταν οι προικολόγοι με άλογα, στολισμένα με ωραίες λευκές κουβέρτες και, μόλις έφθαναν στο σπίτι της νύφης, οι κοπέλες τους έβαζαν ένα άσπρο μαντήλι, δηλωτικό της χαράς και τραγουδούσαν.
Ο προξενητής κρατούσε στα χέρια του το προικοσύμφωνο και τα μετρούσε ένα ένα. Αν έλειπε κάτι, γυρίζανε τα προικιά πίσω και ο γάμος δε γινόταν. Στη συνέχεια φόρτωναν τα προικιά με τάξη. Στο πρώτο ζώο έβαζαν τα μπαούλα με τα χοντρόρουχα του ύπνου, κιλίμια, βελέντζες, κουβέρτες και πάνω τους όμορφα μαξιλάρια. Πίσω ακολουθούσαν δύο καινούργια μπαούλα, γεμάτα με σεντόνια κι εργόχειρα της νύφης. Πιο πίσω άλλα είδη: καινούργιοι τεντζερέδες, χαλκώματα κ.λ.π. Αφού τελείωνε το φόρτωμα, µε τραγούδια και τουφεκιές τα μετέφεραν στο σπίτι του γαμπρού.
Μπροστά πήγαιναν τρία παιδιά με λευκά μαντήλια στο λαιμό, που είχαν από ένα μαξιλάρι της φιγούρας στο κεφάλι τους κι από ένα κάνιστρο. Το πρώτο κάνιστρο είχε τα γλυκά και το ποτό, το δεύτερο είχε την αλλαξιά του γαμπρού (πετσέτα, μαντήλι, πιτζάμες, εσώρουχα κλπ) και το τρίτο υφαντά υφάσματα για μεσοφόρια και φουστάνια, δώρα της νύφης στον πεθερό και στην πεθερά.
Πάνω στα προικιά, έβαζαν 1-2 αρσενικά παιδιά για να αποκτήσει το αντρόγυνο αρσενικά παιδιά. Τα κορίτσια εκείνα τα χρόνια έρχονταν σε δεύτερη μοίρα.
Τα προικιά τα περνούσαν μέσα από την αγορά και από τις γειτονιές για να τα δει όλο το χωριό και να τα θαυμάσει. Οι γειτόνισσες τα έραναν με ρύζι. Καθώς προχωρούσε η πομπή, έβγαιναν οι νοικοκυρές στα παραθύρια και στα μπαλκόνια κι έριχναν πάνω στα προικιά χουφτιές το σιτάρι ή το ρύζι. Το ίδιο έκανε και η μάνα του γαμπρού, όταν τα προικιά έφταναν στην αυλή της.
Η νύφη δεν ακολουθούσε τα προικιά. Στο σπίτι της όμως, μια μέρα πριν τα μεταφέρουν, γίνονταν εκδηλώσεις στις οποίες συμμετείχε και ο γαμπρός που τα ασήμωνε πρώτος.
Φτάνοντας στο σπίτι του γαμπρού, τα περίμεναν οι συγγενείς, με μεζέ και κρασί για τους συνοδούς και με ρύζι για να τα ράνουν. Εκεί τα τακτοποιούσαν σε κάποιο μεγάλο δωμάτιο έτσι ώστε να ¨δείχνουν¨! Το βράδυ οι γυναίκες και τα κορίτσια από τη μεριά του γαμπρού, πήγαιναν στα προικιά να τα δουν και να τα «βαρέσουν» με ρύζι.
[[{“type”:”media”,”view_mode”:”media_original”,”fid”:”141568″,”attributes”:{“alt”:””,”class”:”media-image”,”height”:”549″,”typeof”:”foaf:Image”,”width”:”800″}}]]
[[{“type”:”media”,”view_mode”:”media_original”,”fid”:”141569″,”attributes”:{“alt”:””,”class”:”media-image”,”height”:”653″,”typeof”:”foaf:Image”,”width”:”1024″}}]]