Πολλοί άνθρωποι χρησιμοποιούν στην καθημερινότητα τον όρο «νευροπίεση» όταν θέλουν να αναφερθούν στην αύξηση της αρτηριακής πίεσης λόγω άγχους, συναισθηματικής φόρτισης, θυμού και άλλων συγκινησιακών καταστάσεων.
Όταν ένα άτομο βιώνει μία στρεσογόνο κατάσταση, παρατηρείται παροδική, μικρή ή μεγάλη αύξηση της αρτηριακής πίεσης και του καρδιακού παλμού, που στη συνέχεια επανέρχονται στα κανονικά επίπεδα.
Πρόκειται για φυσιολογική διακύμανση που μπορεί να συμβεί σε όλους τους ανθρώπους υπό συγκεκριμένες συνθήκες.
Η πίεση αυτής της μορφής δεν χρήζει ιδιαίτερης αντιμετώπισης και συνήθως δεν χρειάζεται φαρμακευτική παρέμβαση.
Σε ορισμένους ανθρώπους όμως, παρατηρείται μεγάλη αύξηση της πίεσης, δηλαδή συστολική πίεση που φθάνει ή ξεπερνά τα 160 ή 170 mmHg και διαστολική που φθάνει στα 100 ή 110 mmHg (10-11).
Σε αυτή ην περίπτωση, δεν πρόκειται για παροδική και «αθώα» αύξηση της πίεσης, καθώς κρύβει σοβαρούς κινδύνους.
Τέτοιοι είναι η ανάπτυξη υπέρτασης στο μέλλον και βλάβες όπως η υπερτροφία της καρδιάς, η σκλήρυνση των αρτηριών και η νεφρική δυσλειτουργία.
Αν κάθε φορά που φορτίζεστε συναισθηματικά νιώθετε να σας ανεβαίνει η πίεση, πρέπει να μετράτε την αρτηριακή σας πίεση και τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, αλλά και σε κατάσταση ηρεμίας.
Η μέτρηση της πίεσης σε ηρεμία πρέπει να γίνεται αφού έχετε αναπαυθεί σε καθιστή θέση για τουλάχιστον 5 λεπτά πριν την μετρήσετε, χωρίς να έχετε καπνίσει επί τουλάχιστον 30 λεπτά και σε περιβάλλον με κανονική θερμοκρασία (όχι κρύο ή ζεστό).
Την πρώτη φορά η μέτρηση της πίεσης πρέπει να γίνει και στα δύο χέρια, για να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να υπάρχει στένωση σε κάποια αρτηρία.
Φυσιολογικά, η διαφορά της πίεσης στα δύο χέρια πρέπει να είναι έως το πολύ 20 mmΗg (ή 2 μονάδες). Αν είναι μεγαλύτερη, πρέπει να συμβουλευτείτε γιατρό, καθώς στο χέρι με τη χαμηλή πίεση μπορεί να υπάρχει κάποιο εμπόδιο, όπως μία στένωση.