Ένα άνευ προηγουμένου τουριστικό «κύμα» συνεχίζει να δέχεται η Ελλάδα, με τον κλάδο να οδεύει προς ένα ακόμη ιστορικό ρεκόρ αφίξεων. Ο ελληνικό τουρισμός το 2025 αναμένεται να κλείσει με περισσότερους από 37 εκατομμύρια διεθνείς επισκέπτες, καταγράφοντας εκτιμώμενη ετήσια άνοδο περίπου 5%, με τη σχέση τουριστών προς μόνιμους κατοίκους να ξεπερνά το 3,5, έναν από τους ψηλότερους δείκτες στον κόσμο.
Τουρισμός: Η εικόνα του 2025 – τα νέα ρεκόρ
Στο δεκάμηνο Ιανουαρίου–Οκτωβρίου 2025, σύμφωνα με το ταξιδιωτικό ισοζύγιο της Τράπεζας της Ελλάδος, οι διεθνείς αφίξεις αυξήθηκαν κατά 4,4%, φτάνοντας τα 35,26 εκατομμύρια ταξιδιώτες, έναντι 33,79 εκατ. την αντίστοιχη περίοδο του 2024, περίπου 600 χιλιάδες λιγότερες αφίξεις από ότι το σύνολο του 2024 (35.951,4 χιλιάδες), με το νέο ρεκορο για φέτος να θεωρείται δεδομένο.
Η αεροπορική κίνηση ενισχύθηκε κατά 4,6%, ενώ η οδική κατά 4,9%, επιβεβαιώνοντας ότι η Ελλάδα παραμένει προσβάσιμη από πολλαπλές πύλες εισόδου. Η γεωγραφική προέλευση των επισκεπτών αναδεικνύει σαφή μετατόπιση: οι αφίξεις από την ΕΕ-27 αυξήθηκαν οριακά (+1,4%), φτάνοντας τα 21,0 εκατ., ενώ από τις λοιπές χώρες σημειώθηκε ισχυρή άνοδος 9,1%, στα 14,25 εκατ. ταξιδιώτες.
Η Γερμανία παραμένει η μεγαλύτερη αγορά, με 5,65 εκατ. επισκέπτες (+8,3%), ακολουθούμενη από το Ηνωμένο Βασίλειο (4,68 εκατ., +6,6%) και την Ιταλία (2,10 εκατ., +8,2%). Αντίθετα, η Γαλλία κατέγραψε μικρή κάμψη (-2%), ενώ οι αφίξεις από τη Ρωσία, αν και αυξημένες, παραμένουν περιορισμένες σε απόλυτα μεγέθη.

Έσοδα: περισσότερα χρήματα, αλλά με ανισορροπίες
Οι ταξιδιωτικές εισπράξεις στο ίδιο δεκάμηνο ανήλθαν σε 22,39 δισ. ευρώ, αυξημένες κατά 8,9% σε ετήσια βάση και πολύ ψηλότερα από τα 21,7 δισ. ευρώ που ανήλθαν οι ταξιδιωτικές εισπράξεις στο σύνολο του 2024, καταγράφοντας ήδη νέο ρεκόρ δυο μήνες πριν ολοκληρωθεί η χρονιά. Η άνοδος προήλθε τόσο από τις χώρες της ΕΕ-27 (+5,8%, 12,12 δισ. ευρώ), όσο και –κυρίως– από τις αγορές εκτός ΕΕ (+12,2%, 9,11 δισ. ευρώ).
Ιδιαίτερα ισχυρή ήταν η συμβολή του Ηνωμένου Βασιλείου (+15,1%, 3,55 δισ. ευρώ) και των ΗΠΑ (+8,4%, 1,54 δισ. ευρώ), γεγονός που ενισχύει τη μέση κατά κεφαλήν δαπάνη, αλλά ταυτόχρονα αυξάνει την εξάρτηση από μακρινές αγορές.
Μια δεκαετία αλλεπάλληλων ρεκόρ
Η φετινή επίδοση δεν αποτελεί εξαίρεση, αλλά μέρος μιας δεκαετούς ανοδικής πορείας. Την περίοδο 2016–2025, οι διεθνείς αφίξεις αυξήθηκαν σωρευτικά κατά περίπου 50%, από 25 εκατ. σε πάνω από 37 εκατ. επισκέπτες.
Η εξέλιξη αυτή στηρίχθηκε σε δομικούς παράγοντες: αύξηση των αεροπορικών συνδέσεων κατά 46% (2015–2024) και αναβάθμιση της ποιότητας των καταλυμάτων, με τις κλίνες 4 και 5 αστέρων να αποτελούν πλέον το 55% του συνόλου (από 42% το 2015).
Το αποτέλεσμα είναι η ενίσχυση του διεθνούς αποτυπώματος της χώρας: το μερίδιο της Ελλάδας στις παγκόσμιες τουριστικές αφίξεις ανήλθε στο 2,5% το 2025, από περίπου 2% μια δεκαετία νωρίτερα, σύμφωνα με μελέτη της Εθνικής Τράπεζας.

Τουρίστες ανά κάτοικο: ο δείκτης που «καίει»
Με μόνιμο πληθυσμό περίπου 10–11 εκατ. κατοίκων, η Ελλάδα υποδέχεται ετησίως κατά μέσο όρο 3,5 τουρίστες ανά κάτοικο (στοιχεία του 2024), έναν από τους υψηλότερους δείκτες παγκοσμίως, αν όχι τον υψηλότερο.
Εξαιρουμένων ορισμένων «λιλιπούτειων» κρατών, όπως η Ανδόρα ή το Σαν Μαρίνο, καθώς και χωρών με πολύ μικρό πληθυσμό όπως η Κροατία, το Μαυροβούνιο ή η Ισλανδία, η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις πλέον επιβαρυμένες τουριστικά χώρες διεθνώς. Η μόνη χώρα με αξιόλογο πληθυσμό που εμφανίζει περίπου ανάλογο δείκτη με την χώρα μας είναι η Αυστρία (3,4).
Η Ελλάδα, που με βάση τα στοιχεία του 2024 βρίσκεται στην δέκατη θέση παγκοσμίως με βάση τον αριθμό των διεθνών τουριστικών αφίξεων, συνιστά παγκόσμια ιδιαιτερότητα, καθώς οι υπόλοιπες εννέα χώρες της σχετικής κατάταξης έχουν πολύ χαμηλή αναλογία τουριστών ανά κάτοικο. Ενδεικτικά, η Γαλλία, η χώρα με τους περισσότερους επισκέπτες στον κόσμο (107 εκατ. το 2024) έχει δείκτη 1,5 τουρίστες ανά κάτοικο, η Ισπανία 1,8 και η Γερμανία μόλις 0,4.

Ο μέσος όρος, ωστόσο, αποκρύπτει τεράστιες περιφερειακές ανισότητες. Η εικόνα ανά περιφέρεια με βάση τα στοιχεία επισκέψεων σε κάθε περιοχή (ΙΝΣΕΤΕ, 2024) και του πληθυσμού (2021) έχει ως εξής:
- Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου: 21,3 τουρίστες ανά κάτοικο (7 εκατ. επισκέψεις σε πληθυσμό 327.820)
- Ιόνια Νησιά: 16,6
- Κρήτη: 8,8
- Κεντρική Μακεδονία: 3,7
- Αττική: 2,1
- Ήπειρος: 5,3
- Ανατολική Μακεδονία & Θράκη: 2,13
- Πελοπόννησος: 1,36
- Βόρειο Αιγαίο: 1,06
- Δείκτη κάτω του 1 έχουν μόνο οι περιφέρειες Δυτικής Μακεδονίας (0,81), Θεσσαλίας (0,91), Δυτικής Ελλάδας (0,87) και Στερεάς Ελλάδας (0,97).
Υπερτουρισμός, εποχικότητα, υποδομές: H δύσκολη άσκηση
Σε ορισμένα νησιά η εικόνα γίνεται ακραία τους θερινούς μήνες. Ενδεικτική ήταν η αναφορά του Guardian για τη Ζάκυνθο το περασμένο καλοκαίρι, όταν ανέφερε ότι η αναλογία επισκεπτών προς κατοίκους υπερβαίνει ακόμη και το 150:1.
Η έντονη εποχικότητα, με το μεγαλύτερο μέρος της ζήτησης να συμπυκνώνεται σε 6–8 εβδομάδες, θέτει υπό ασφυκτική πίεση τα δίκτυα ύδρευσης, αποχέτευσης, διαχείρισης απορριμμάτων και τις υγειονομικές υπηρεσίες, σύμφωνα με μελέτη της Εθνικής Τράπεζας.

Η άσκηση πόσες επενδύσεις πρέπει να γίνουν για να βελτιωθούν οι υποδομές που θα καλύπτουν όμως κυρίως εποχικές ανάγκες είναι πολύ δύσκολη. Ωστόσο όπως αναφέρεται σε μελέτη της Εθνικής Τράπεζας που δημοσιεύθηκε προχθές, είναι κρίσιμο η στρατηγική προώθησης του τουρισμού «να συνοδευτεί από ενίσχυση υποδομών βάσει της επιβάρυνσης κάθε προορισμού».
Οι επενδύσεις σε βασικές υποδομές (π.χ. ενέργεια, ύδρευση, δρόμοι) δεν ακολούθησαν τη δυναμική των τουριστικών επενδύσεων (ξενοδοχεία, αεροπορικές) υπό την πίεση της κρίσης.
Ο δείκτης τουρίστας ανά κάτοικο θα διευρυνθεί περαιτέρω στο μέλλον καθώς σύμφωνα με άλλη μελέτη της Εθνικής Τράπεζας που παρουσιάστηκε στο πρόσφατο ετήσιο συνέδριο του ΣΕΤΕ, κάνει λόγο για έως και 55 εκατ. αφίξεις ετησίως στη χώρα μας έως το 2040.

Το κρίσιμο ζήτημα δεν είναι λοιπόν αν η Ελλάδα μπορεί να προσελκύσει περισσότερους τουρίστες – αυτό φαίνεται δεδομένο. Το ερώτημα είναι αν οι υποδομές, οι τοπικές κοινωνίες και το περιβάλλον μπορούν να αντέξουν αυτά τα μεγέθη.
Ο δείκτης «τουρίστες ανά κάτοικο» αναδεικνύεται σε κομβικό εργαλείο πολιτικής. Χωρίς επενδύσεις σε υποδομές, καλύτερη χωρική κατανομή της ζήτησης και ουσιαστική διαχείριση της εποχικότητας, η τουριστική επιτυχία κινδυνεύει να μετατραπεί σε παράγοντα κοινωνικής και περιβαλλοντικής φθοράς.
Όπως χαρακτηριστικά είπε η κα Τζέση Βουμβάκη, Αναπληρώτρια Διευθύντρια Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας, μιλώντας στο συνέδριο του ΣΕΤΕ: «Ο ελληνικός τουρισμός θυμίζει μια Ferrari που κινείται με μεγάλη ταχύτητα σε δρόμους οι οποίοι δεν είναι κατασκευασμένοι για να αντέξουν τέτοια ένταση.» H ίδια αναφέρθηκε σε διεθνή παραδείγματα χρηματοδότησης επενδύσεων σε χώρες με υψηλό τουρισμό τα οποία αξίζει να μελετηθούν από την χώρα μας.
Πηγή: ΟΤ












