Ν.Βέρρας
Μεγάλη έρευνα της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας δείχνει το πόσο έχουν επηρεάσει την χώρα μας οι φωτιές εδώ και 25 χρόνια. Η Ηλεία είναι μια από τις περισσότερο καμένες περιοχές της Ελλάδας που εδώ και 25 χρόνια τουλάχιστον καίγεται σχεδόν κάθε χρόνο! Τα στοιχεία δείχνουν όμως μια μείωση των πυρκαγιών μέσα στην αντιπυρική περίοδο ενώ φαίνεται να αυξάνονται όταν αυτή τελειώνει που αυτό σημαίνει πως οι περισσότερες φωτιές ξεκινούν από αμέλεια.
Η Ηλεία πρέπει να ενισχυθεί περισσότερο με προσωπικό στον τομέα της πρόληψης αλλά και της πυρόσβεσης καθώς δεν δικαιολογείται να καίγεται κάθε χρόνο, οι κυβερνήσεις το ξέρουν και δεν κάνουν τίποτα! Δεν υπάρχει δικαιολογία αλλά ούτε και ελαφρυντικό ακόμα σε όσους δεν υπακούν τους νόμους και βάζουν φωτιές στα χωράφια τους όπου μετά εξαπλώνονται και καίνε τα πάντα.
Η μεγάλη εικόνα: Τι δείχνει το αρχείο του Πυροσβεστικού Σώματος (2000–2024);
Τα δεδομένα δεν μιλούν από μόνα τους. Όταν όμως τα εξετάζεις προσεκτικά, λένε πολλά.
Από το 2000 έως το 2024, καταγράφεται σαφής μείωση στις ετήσιες πυρκαγιές εντός της αντιπυρικής περιόδου (Εικόνα 1). Από περίπου 4.300 ετησίως, κατά μέσο όρο, την περίοδο 2000–2012, πέφτουμε στις 3.700 την περίοδο 2013–2024.

Όμως, αυτή η μείωση στις ενάρξεις δεν μεταφράζεται σε μείωση της συνολικής καμένης έκτασης . Αντίθετα, η καμένη έκταση μέσα στην αντιπυρική περίοδο παρουσιάζει αυξητική τάση , περίπου ίσα με επιπλέον 6.000 στρέμματα κάθε χρόνο (Εικόνα 2).

Τι συμβαίνει λοιπόν και με λιγότερες πυρκαγιές μέσα στην αντιπυρική περίοδο, οι καμένες εκτάσεις αυξάνονται;
Με απλά λόγια, η ανάλυση των δεδομένων του Πυροσβεστικού Σώματος δείχνει πως όταν ξεφεύγει μια πυρκαγιά, ξεφεύγει πολύ . Από το 2000 έως το 2024, ο αριθμός των πυρκαγιών που ξεπερνούν τα 2.000 στρέμματα —μέγεθος που αντιστοιχεί μόλις στο 0.5% καταγεγραμμένων πυρκαγιών της περιόδου 2000–2024— παρουσιάζει αύξηση (Εικόνα 3).

Παράλληλα, αν εξετάσουμε το ελάχιστο μέγεθος των μεγαλύτερων πυρκαγιών κάθε έτους — δηλαδή εκείνων που αντιστοιχούν μόλις στο 0.5% των ετησίων καταγεγραμμένων περιστατικών — διαπιστώνουμε ότι αυτό σταθερά από το 2000 έως το 2024 (Εικόνα 4).
Με άλλα λόγια , δεν έχουμε περισσότερες μεγάλες πυρκαγιές απλώς – έχουμε περισσότερες και μεγαλύτερες μεγάλες πυρκαγιές .

Αυτό το εύρημα ίσως αντικατοπτρίζει τις επιδεινούμενες λόγω της κλιματικής κρίσης πυρομετεωρολογικές συνθήκες που ευνοούν την ανάπτυξη μεγάλων πυρκαγιών. Ίσως όμως να αντανακλά και μια αδυναμία του μηχανισμού να ανταποκρίνεται και να προσαρμόζεται αποτελεσματικά στις πυρκαγιές που ξεφεύγουν από τις πρώτες προσβολές και αποκτούν διαστάσεις. Τα δεδομένα δεν απαντούν στο “γιατί”, αλλά μας καλούν να το διερευνήσουμε.
Την ίδια στιγμή, η εκτός αντιπυρικής περιόδου δραστηριότητας των πυρκαγιών εξελίσσεται αθόρυβα αλλά ανησυχητικά . Οι χειμερινοί και οι ανοιξιάτικοι μήνες εμφανίζονται τόσο στις ενάρξεις όσο και στη συνολική καμένη έκταση . Ο μέσος ετήσιος αριθμός πυρκαγιών αυξήθηκε κατά 47% μετά το 2012 (Εικόνα 5), ενώ η μέση καμένη έκταση αυξήθηκε από περίπου 18.000 σε πάνω από 23.000 στρέμματα (Εικόνα 6).


Έχει αλλάξει η γεωγραφία των πυρκαγιών;
Η μεγάλη εικόνα των πυρκαγιών στην Ελλάδα δεν έχει αλλάξει μόνο στο χρόνο. Έχει επίσης αλλάξει και στο χώρο.
Κατά την αντιπυρική περίοδο, οι περισσότερες περιοχές της χώρας παρουσιάζουν μείωση στις ενάρξεις (Εικόνα 7). Αυτό όμως δεν αποτυπώνει ολόκληρη την αλήθεια. Σε ορισμένες περιοχές —ιδιαίτερα στη Βόρεια Ελλάδα , όπου ιστορικά η παρουσία της φωτιάς ήταν περιορισμένη— οι ενάρξεις αυξάνονται . Μικροί, τοπικοί θύλακες αυξάνουν την εμφάνισή τους σε μια περίοδο όπου, πανελλαδικά, οι πυρκαγιές υποχωρούν.

Ακόμα πιο ανησυχητική είναι η εικόνα εκτός αντιπυρικής περιόδου . Οι χειμερινοί και οι ανοιξιάτικοι μήνες δείχνουν γενικευμένη αύξηση στις ενάρξεις σχεδόν σε όλη την επικράτεια , ακόμα και σε περιοχές που δεν θεωρούνταν ποτέ ιδιαίτερα πυρόπληκτες (Εικόνα 8).

Σε ό,τι αφορά την καμένη έκταση, η γενική αύξηση εντός της αντιπυρικής περιόδου δεν κατανέμεται ομοιόμορφα . Την τάση οδηγούν συγκεκριμένες περιοχές — η Αττική, η Εύβοια, ο Έβρος, η Βοιωτία και τα Δωδεκάνησα — που έχουν βιώσει πολλαπλά μεγάλα περιστατικά πυρκαγιών τα τελευταία λίγα χρόνια (Εικόνα 9). Εκτός αντιπυρικής περιόδου, η αύξηση στην καμένη έκταση είναι μεγαλύτερη , με πολλές περιοχές να παρουσιάζουν σαφή επίδειξη (Εικόνα 10).


Τι δεν δείχνουν τα δεδομένα (κι όμως έχει σημασία);
Η ανάλυση δεδομένων είναι απαραίτητη. Αλλά από μόνη της δεν αρκεί.
Τα επίσημα δεδομένα του Πυροσβεστικού Σώματος προσφέρουν μια μοναδική ευκαιρία να σχεδιάσουμε τη μεγάλη εικόνα των πυρκαγιών στην Ελλάδα. Να καταγράψουμε τάσεις, να αναγνωρίσουμε υφιστάμενα και αναδυόμενα μοτίβα, να ποσοτικοποιήσουμε την επιβάρυνση. Αλλά η ανάλυση τους αδυνατεί να μας απαντήσει στο “γιατί;”. Και χωρίς το γιατί, η κατανόησή μας παραμένει περιορισμένη.
Πρώτον, δεν γνωρίζουμε τι προκαλεί τις ενάρξεις πυρκαγιών. Τα δεδομένα του Πυροσβεστικού Σώματος δεν περιλαμβάνουν πληροφορίες για τις αιτίες έναρξης. Και αυτό είναι κρίσιμο. Αν δεν ξέρουμε τι ή ποιος προκαλεί τις φωτιές, πώς θα μπορέσουμε να τις προλάβουμε; Δεν μπορούμε να περιορίσουμε αυτό που δεν κατανοούμε.
Δεύτερον, τα στοιχεία είναι περιγραφικά, όχι αναλυτικά. Μας λένε πόσες φωτιές ξεκίνησαν και πόσα στρέμματα κάηκαν. Αλλά δεν μας λένε πώς εξαπλώθηκαν , πόσο γρήγορα , με τι ένταση , με ποιες πυρομετεωρολογικές συνθήκες . Δεν έχουμε τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των πυρκαγιών. Και χωρίς αυτά, δεν μπορούμε να καταλάβουμε τι έγινε λάθος — ούτε να σχεδιάσουμε καλύτερα για το μέλλον.
Τρίτον, τα δεδομένα είναι γεωχωρικά περιορισμένα. Η γεωγραφία τους περιορίζεται στο επίπεδο των νομών — διοικητικών ενοτήτων που πλέον δεν υφίστανται. Δεν γνωρίζουμε τις ακριβείς θέσεις των ενάρξεων. Δεν έχουμε δεδομένα των τελικών ή/και ενδιάμεσων περιμέτρων. Και χωρίς αυτά τα κρίσιμα δεδομένα, δεν μπορούμε να συσχετίσουμε με λεπτομέρεια τις πυρκαγιές με το ανάγλυφο, τη βλάστηση ή τον καιρό. Χάνουμε την ευκαιρία να κατανοήσουμε τους τοπικούς παράγοντες που ενισχύουν ή υποβαθμίζουν τον κίνδυνο.
Με λίγα λόγια: δεν αμφισβητούμε τη χρησιμότητα των επίσημων δεδομένων. Αλλά αναγνωρίζουμε τα όρια τους. Αν θέλουμε να περάσουμε από την καταγραφή στην κατανόηση — και από την κατανόηση στην πρόληψη και την πρόγνωση — χρειαζόμαστε καλύτερα δεδομένα.
Η ουσία — Όχι στον πανικό, ναι στο μοτίβο
Η κινδυνολογία δεν αποτελεί στρατηγική. Η απάθεια, όμως, είναι εξίσου επικίνδυνη.
Αυτό που μας δείχνουν τα δεδομένα της τελευταίας 25ετίας δεν είναι μια καταστροφή χωρίς ελπίδα. Είναι ένα μοτίβο που, αν διαβάζουμε σωστά, μας δίνει κατευθύνσεις — όχι μόνο για το πού βρισκόμαστε, αλλά και για το πού πρέπει να δώσουμε προτεραιότητα.
🔹 Οι πυρκαγιές εντός αντιπυρικής περιόδου μειώνονται , αλλά γίνονται πιο καταστροφικές . Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να ενισχυθεί η ικανότητα άμεσης προσβολής και η επιχειρησιακή διαχείριση των περιστατικών όταν η πρώτη προσβολή αποτύχει.
🔹 Οι πυρκαγιές εκτός αντιπυρικής περιόδου αυξάνονται — και συχνά περνούν «κάτω από το ραντάρ». Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αναθεωρηθεί η χρονική στόχευση της πρόληψης και της επιτήρησης . Ο κίνδυνος δεν ακολουθεί πλέον το αυστηρό ημερολόγιο του παρελθόντος.
🔹 Ορισμένες περιοχές επαναλαμβάνονται στον χάρτη των μεγάλων πυρκαγιών. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να εκπλησσόμαστε κάθε φορά. Αυτές οι περιοχές χρειάζονται εστιασμένη ετοιμότητα — όχι μόνο επιχειρησιακή, αλλά και πολιτική, τεχνική, επιστημονική.
🔹 Τέλος, η έλλειψη λεπτομερών δεδομένων δεν πρέπει να μας παγιδεύει στην αδράνεια. Αντίθετα, είναι η καλύτερη υπενθύμιση πως η καλύτερη εικόνα προκύπτει όταν οι ανάγκες των επιχειρησιακών, θεσμικών και ερευνητικών φορέων ευθυγραμμιστούν .
Καθώς μια ακόμη αντιπυρική περίοδος έχει ξεκινήσει, η ουσία δεν είναι να προφητεύσουμε τι θα συμβεί, ούτε να επιδοθούμε σε αγώνες δηλώσεων ετοιμότητας. Είναι να είμαστε παρόντες — και προετοιμασμένοι — με τα σωστά ερωτήματα, τις σωστές προτεραιότητες και τα σωστά εργαλεία .
Γιατί η φωτιά, όπως δείχνει το ιστορικό αρχείο, δεν περιμένει ποτέ να είμαστε έτοιμοι.


















