Απόσπασμα από τις γραπτές αναφορές αναμνήσεων της Σοφίας Χαλικιοπούλου
Ανάρτηση από την σελίδα facebook ¨Πύργος, η πόλη της καρδιάς μας¨
Κοντὰ στὴν πλατεία Αὐγερινοῦ βρισκόταν το σπίτι τῆς κυρὰ μαμής, τῆς Ἀντριόλαινας, μιὰς ἑξηντάρας καὶ ὄμορφης γυναίκας, πού ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐμπειρία της στὶς γέννες, ἔκανε καὶ τὸ γιατρό, δίνοντας φάρμακα, βάζοντας βδέλλες, κόβοντας βεντοῦζες ἀνοίγοντας φοντανέλλες (μιὰ τρύπα στὸ πόδι μέσα στὴν ὁποία ἔχωναν ἕνα ρεβύθι ποὺ φύτρωνε καὶ προκαλοῦσε τὴ ροὴ ὀρρώδους ὑγροῦ). Μιὰ μέρα ἦρθε ἕνας κατάχλωμος νέος γιὰ νὰ τοῦ κόψει τὴ χρυσή.
Τὸν ἔβαλε καὶ κάθησε σὲ μία καρέκλα, κι ἐγὼ μὲ τὴν ἀστείρευτη περιέργειά μου ἄφησα τὸ παιχνίδι καὶ παρακολούθησα τὴν ὅλη διαδικασία. Ἡ Ἀντριόλαινα ἔπλυνε τὰ χέρια της, πῆρε ἕνα ξυράφι, τὸ πέρασε μὲ μπλὲ οἰνπνευμα, τοῦ ἀνασήκωσε προσεχτικὰ τὸ ἐπάνω χεῖλος καὶ τοῦ ἔκοψε μία μικρὴ φυσαλίδα –τὴν καντήλα ὅπως τὴν εἶπε– τοῦ ἔδωσε λίγο νερόκρασο νὰ ξεπλύνει τὸ στόμα του, ἀλλὰ τοῦ εἶπε νὰ μὴν τὸ καταπιεῖ. Πράγματι, ἐκεῖνος ἔφτυσε κάνα δυὸ φορὲς στὸ χῶμα καὶ ξανακάθισε στὴν καρέκλα πολὺ χλωμότερος ἀπὸ πρίν.
Ἡ Ἀντριόλαινα μπῆκε μέσα στό σπίτι καὶ τοῦ ‘φερε ἕνα χάρτινο συρταρωτὸ κουτάκι γεμάτο μὲ σκονάκια. Τοῦ εἶπε νὰ παίρνει νηστικὸς ἕνα κάθε πρωὶ καὶ νὰ μὴν τρώει χοιρινό, μελιτζάνες καὶ γλυκά, καὶ πρόσθεσε «Ἄντε στὸ καλὸ καὶ σιδερένιος». Ἐκεῖνος τῆς ἔβαλε στὸ χέρι μία ἀσημένια δραχμή καὶ ἔφυγε.
Ἡ μάνα μου σὲ ἡλικία 22 χρονῶν ἔπαθε χολόλιθους, ποὺ τῆς ἔκαναν συχνὲς κρίσεις μὲ φρικτοὺς πόνους. Τότε, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν γιατρό, τὸν κ. Μάρκου μὲ τὴν ἐπιβλητικὴ παρουσία του καὶ τὴν κατάλευκη γενειάδα του, ἐρχόντουσαν κι ἄλλοι γιατροὶ καὶ ἡ μάνα μου ἔπινε πάντα ἕνα βρώμικο νερὸ, ἀπὸ τὸ Γεράνιο αὐλάκι τοῦ Καϊάφα, ποὺ τῆς τὸ ἔφερναν κάθε βδομάδα μέσα σὲ μιὰ γυάλινη δαμιζάνα.


















