Έντονες αντιδράσεις προκάλεσε η ανάρτηση των ποσών της ετήσιας επιστροφής ενοικίου, καθώς χιλιάδες δικαιούχοι διαπίστωσαν ότι τα χρήματα που έλαβαν ήταν πολύ χαμηλότερα από τις αναμενόμενες ενισχύσεις. Πολλοί μιλούν για «αστοχία του συστήματος», αφού, ενώ πληρώνουν υψηλά ενοίκια, είδαν να κατατίθενται ποσά που δεν ξεπερνούν τα 20, τα 30 ή τα 40 ευρώ.
Πολλοί δικαιούχοι αναφέρουν ότι παρότι καταβάλλουν ενοίκιο της τάξεως των 500 ευρώ τον μήνα, η επιστροφή που έλαβαν δεν ξεπέρασε τα 40 με 50 ευρώ συνολικά για ολόκληρο το έτος, γεγονός που τους οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το σύστημα έχει υπολογίσει ελάχιστο μέρος του μισθώματος.
Δικαιούχος δηλώνει ότι ενώ το πραγματικό ενοίκιο του νοικοκυριού είναι 230 ευρώ, η ενίσχυση περιορίστηκε σε μόλις 23 ευρώ, επειδή το δηλωμένο ποσό στο συμβόλαιο ήταν χαμηλότερο λόγω αλλαγής κατοικίας προς το τέλος του 2024.
Άτομο που κατοικεί μόνο του αναφέρει ότι πληρώνει 220 ευρώ μηνιαίως, όμως το συμβόλαιο αναγράφει 150 ευρώ και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να λάβει επιστροφή 133 ευρώ για ολόκληρο το έτος, παρότι δεν υπερβαίνει κανένα εισοδηματικό κριτήριο.
Υπάρχουν επίσης περιπτώσεις οικογενειών που είχαν διαφορετικά ενοίκια μέσα στο 2024, για παράδειγμα έξι μήνες χαμηλότερο και έξι μήνες υψηλότερο. Παρά το ότι το τελικό κόστος στέγασης αυξήθηκε σημαντικά, η συνολική ενίσχυση που καταβλήθηκε δεν ξεπέρασε τα 250 ευρώ, προκαλώντας δυσφορία και εντύπωση ότι δεν αποτυπώνεται η πραγματική επιβάρυνση.
Η απόφαση για την ετήσια επιστροφή ενοικίου, όπως δημοσιεύεται στο ΦΕΚ Β’ 5018/23.09.2025 (Α.1132) , αποκαλύπτει ότι οι πολύ μικρές αποδόσεις δεν οφείλονται απαραίτητα σε τεχνικό σφάλμα, αλλά στον τρόπο με τον οποίο υπολογίζεται η ενίσχυση.
Ο μηχανισμός δεν λειτουργεί με τη λογική ενός μηνιαίου επιδόματος, αλλά αποτελεί μια ετήσια επιστροφή ίση με το ένα δωδέκατο του μισθώματος που δηλώθηκε για το προηγούμενο έτος. Το κρίσιμο στοιχείο είναι ότι το σύστημα λαμβάνει υπόψη μόνο τα ποσά που δηλώνονται επίσημα τόσο από τον μισθωτή όσο και από τον εκμισθωτή. Εάν το δηλωμένο ενοίκιο στο συμβόλαιο ή στο έντυπο Ε2 του ιδιοκτήτη είναι μικρότερο από το πραγματικό ποσό που καταβάλλεται, ο υπολογισμός περιορίζεται σε αυτό το μικρότερο ποσό. Το ΦΕΚ είναι σαφές: η ενίσχυση δεν μπορεί να ξεπεράσει το 1/12 του ετήσιου μισθώματος όπως αυτό προκύπτει από τα επίσημα στοιχεία, ακόμη κι αν ο ενοικιαστής πληρώνει διαφορετικό ποσό στην πράξη.
Επιπλέον, ακόμη και αν ένας δικαιούχος έχει υψηλότερο πλαφόν λόγω εξαρτώμενων παιδιών, το τελικό ποσό εξακολουθεί να περιορίζεται από τη βασική αρχή: το ένα δωδέκατο του ετήσιου δηλωμένου μισθώματος. Έτσι εξηγείται το φαινόμενο όπου οικογένειες με δικαίωμα για εκατοντάδες ευρώ καταλήγουν να λαμβάνουν μόλις μερικές δεκάδες.
Οι χαμηλές αποδόσεις επιδεινώνονται και από τις περιπτώσεις στις οποίες ο εκμισθωτής δηλώνει μικρότερο ποσό στο Ε2 ή καταχωρεί μέρος της χρονιάς ως ανείσπρακτα. Σε αυτές τις περιπτώσεις το σύστημα αγνοεί το συμβόλαιο και λαμβάνει αποκλειστικά τα στοιχεία του ιδιοκτήτη.
Όλα τα παραπάνω εξηγούν γιατί ένα σημαντικό ποσοστό δικαιούχων διαπιστώνει τεράστιες αποκλίσεις ανάμεσα στο πραγματικό μίσθωμα και στο τελικό ποσό επιστροφής που καταβάλλεται. Πρόκειται για εφαρμογή των κανόνων της απόφασης και όχι απαραίτητα για τεχνικό λάθος, αν και δεν αποκλείονται αστοχίες σε μεμονωμένες περιπτώσεις.
Τέλος, η απόφαση προβλέπει διαδικασία επανεξέτασης μέσω της εφαρμογής «Τα Αιτήματά μου» της ΑΑΔΕ, όπου ο μισθωτής μπορεί να καταθέσει σύμβαση, αποδείξεις πληρωμών ή άλλα στοιχεία μέχρι το τέλος του έτους, ώστε να εξεταστεί αν υπάρχει λάθος στον υπολογισμό.
dnews.gr












