Μια φορά ήταν ένα παιδί και είδε στο όνειρό του το μαύρο βελούδο. Πάει στη μητέρα του και λέει:
– Μαμά, είδα στο όνειρό μου το μαύρο βελούδο.
– Τι, το μαύρο βελούδο;
Τον πλακώνει στο ξύλο.
Μετά, πάει στον πατέρα του και λέει:
– Μπαμπά, είδα στο όνειρό μου το μαύρο βελούδο .
– Τι, το μαύρο βελούδο; Είσαι σίγουρος;
– Ναι.
Τον πλακώνει στο ξύλο και τον διώχνουν από το σπίτι. Καθώς βγαίνει έξω, συναντάει έναν αστυνόμο και του λέει:
– Κύριε αστυνόμε, είδα στο όνειρό μου το μαύρο βελούδο.
– Τι, το μαύρο βελούδο;
Τον πλακώνει στο ξύλο και τον πάει στο τμήμα. Εκεί, ο ταξίαρχος τον ρωτάει:
– Γιατί ήρθες εδώ;
– Γιατί είδα στο όνειρό μου το μαύρο βελούδο.
– Τι , το μαύρο βελούδο ; Γρήγορα στο δικαστήριο.
Πάει, λοιπόν, στο δικαστήριο και του λέει ο δικαστής :
– Γιατί ήρθες εδώ, παιδί μου;
– Γιατί είδα στο όνειρό μου το μαύρο βελούδο.
– Τι, το μαύρο βελούδο;
Γρήγορα στη φυλακή για δέκα χρόνια. Μετά από δέκα χρόνια, βγαίνει από την φυλακή και συναντάει ένα φίλο του και τον ρωτάει (ο φίλος του):
– Γιατί μπήκες στη φυλακή;
– Γιατί είδα στο όνειρό μου το μαύρο βελούδο.
– Τι, το μαύρο βελούδο;
(Αλλά επειδή ήταν προετοιμασμένος για το ξύλο που θα έτρωγε, άρχισε να τρέχει). Καθώς έτρεχε με πολύ μεγάλη ταχύτητα, κοιτάει πίσω αν τον ακολουθούσε ο φίλος του . Αλλά δεν είδε μια λακκούβα μπροστά του, σκοντάφτει, πέφτει και σπάει τα μούτρα του.
– Τι συμπεραίνουμε;
– Τι.
– Πως όποιος βιάζεται, σκοντάφτει.













