Tο στίγμα της Εβδομάδας
Γράφει η Γιούλη Ηλιοπούλου
Προσπαθώ να γράψω το «Στίγμα της εβδομάδας» για το Κυριακάτικο φύλλο, αυτό που κρατάτε στα χέρια σας . Μου είναι αδύνατο να σκεφτώ κάτι. Κάποιο γεγονός να σχολιάσω, να διακωμωδήσω, να… στηλιτεύσω . Βλέπετε, η δική μου εβδομάδα «στιγματίστηκε» από την απώλεια. Από το θάνατο ενός ανθρώπου που λατρεύω.
Στο μυαλό μου λοιπόν, υπάρχει μόνο αυτή η σκέψη και μόνο δικές του εικόνες. Οι δικές μας, πιο σωστά. Αναπολώ τις στιγμές μας…
Κάποιοι από εσάς έχετε βρεθεί στη θέση μου και με νιώθετε. Κάποιοι όλοι όχι… Μακάρι να μπορούσα να σας ευχηθώ να μη βρεθείτε ποτέ, αλλά δυστυχώς είναι αναπόφευκτο.
Το πιθανότερό είναι αυτό το κείμενο να μη δημοσιευτεί ποτέ. Αλλά είναι το μόνο που μπορώ να γράψω αυτή τη στιγμή. Θα το στείλω και ό,τι αποφασίσουν…
Για μένα είναι ένας ακόμα τρόπος να προσπαθήσω να πω αντίο στον Τάση, τον «πεθερούλη» μου. Έτσι τον έλεγα «Τάση μου», γιατί ήταν και φιλαράκι μου σχεδόν τριάντα χρόνια και «πεθερούλη μου» (γιατί κάθε φορά που το άκουγε έλιωνε).
Γιατί ο Τάσης, ο «Μπουσδούκος», όπως τον ξέρετε οι πιο παλιοί, που όλη του τη ζωή πάλευε για το μεροκάματο για να μη λείψει τίποτα από τους δικούς τους ανθρώπους, ο Τάσης το πειραχτήρι (κανείς μας δεν του είχε …ξεφύγει) ήταν πολύ τρυφερός άνθρωπος και αγαπούσε απόλυτα, βαθειά και αληθινά. Ήταν παιδική η αγάπη του… Και τη χάριζε απλόχερα.
Όποιος τον γνώρισε, από όποιο μετερίζι, ξέρει…
Αυτή είναι η παρακαταθήκη του σε μας και στα παιδιά μας…
Και οι «συμβουλές» του. Αν και ο Τάσης δεν έδινε «συμβουλές», έδινε παράδειγμα. Η ζωή του, ο τρόπος που φερόταν ήταν το παράδειγμα…
Είμαι περήφανη για τον Τάση, που δεν με γέννησε αλλά κατάφερε – μέσα από απλά καθημερινά πράγματα – να με κάνει να νιώσω παιδί του. Να τον νιώσω πατέρα. Ακόμα «ακούω» τις λέξεις του… Ακόμα νιώθω την αγκαλιά του.
Θα μπορούσα να γράφω για ώρες (κι ίσως το κάνω)
Αλλά …
Δυο λόγια μόνο. Ο Τάσης έζησε όπως ήθελε μάγκικα και λεβέντικα. Κι «έφυγε» όπως ήθελε. Στο τιμόνι. Όρθιος και στη βόλτα του… «Μόνο μην πέσω σε κρεβάτι και σας βασανίσω»… (Αυτός ήταν ο φόβος του)
Και εξάντλησε τις τελευταίες του ανάσες – όχι για να προσπαθήσει να κάνει τις «εισπνοές» του ή να καλέσει βοήθεια – αλλά για να παρκάρει σε ασφαλές σημείο. «Να μη συφοριάσει κανά Χριστιανό» (αυτές τις λέξεις θα χρησιμοποιούσε)…
Σε δεύτερο χρόνο προσπάθησε να σωθεί… Δεν πρόλαβε…
Πόσες φορές μου είχε μιλήσει για το «φευγιό» του. Τις πιο πολλές σε κάποιο δωμάτιο νοσοκομείου. Είχαμε άλλωστε φθάσει πολλές φορές κοντά… Αλλά πάντα τα κατάφερνε.
«Θα στεναχωρηθείς (μου έλεγε), θα σου λείπω, αλλά δε θέλω να κλαις.
Στην αρχή θα είναι δύσκολα, αλλά με τον καιρό θα γλυκάνεις. Θέλω να πίνεις ένα ποτήρι κρασί για μένα. Και στη γιορτή να έρχεσαι να μου ανάβεις το καντήλι. Ακούς?» …
…
Δεν ξέρω αν είναι σωστό να «εκμεταλλευτώ» την αγάπη που μου δείχνουν σε τούτο το «μαγαζί» και να «καταχραστώ» τη φιλοξενία τους αλλά θα ήθελα να δανειστώ τα λόγια κάποιου που ήξερε να γράφει και να μιλάει στις ψυχές.
Κάπως έτσι νιώθω. Αλλά δεν ξέρω να γράφω έτσι …
Δανείζομαι λοιπόν λίγα λόγια από τη «Ράτσα» του Νίκου Καζαντζάκη
«…Οι νεκροί σου δεν κοίτουνται στο χώμα. Γενήκαν πουλιά, δέντρα, αγέρας.
Κάθεσαι στον ίσκιο τους, θρέφεσαι με τη σάρκα τους, αναπνές το χνότο τους.
Γενήκαν ιδέες και πάθη, κι ορίζουν τη βουλή σου και την πράξη σου.
Oι μελλούμενες γενεές δε σαλεύουν μέσα στον αβέβαιο καιρό, μακριά από σένα.
Ζούν, ενεργούν και θέλουν μέσα στα νεφρά και στην καρδιά σου.
Το πρώτο σου χρέος πλαταίνοντας το εγώ σου είναι, στην αστραπόχρονη τούτη στιγμή που περπατάς στη γη να μπορέσεις να ζήσεις την απέραντη πορεία, την ορατή και την αόρατη, του ευατού σου.
Δεν είσαι ένας· είσαι ένα σώμα στρατού. Μια στιγμή κάτω από τον ήλιο φωτίζεται ένα από τα πρόσωπά σου. Κ’ ευτύς σβήνει κι ανάβει άλλο, νεώτερό σου, ξοπίσω σου…
… Έχεις ευθύνη. Δεν κυβερνάς πια μονάχα τη μικρή ασήμαντη ύπαρξή σου. Είσαι μια ζαριά όπου για μια στιγμή παίζεται η μοίρα του σογιού σου…
…Το πρώτο σου χρέος, εχτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους προγόνους.
Το δεύτερο, να φωτίσεις την ορμή τους και να συνεχίσεις το έργο τους.
Tο τρίτο σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει”