Ο Άγιος Σάββας, τη μνήμη του οποίου η Εκκλησία τιμά στις 5 Δεκεμβρίου, καταγόταν από το χωριό Μουταλάσκη της Καππαδοκίας και ήταν γιος ευσεβών γονέων, του Ιωάννη και της Σοφίας.
Από πολύ νωρίς γνώρισε τις θείες βουλές και αποφάσισε να αφιερωθεί στο μοναστικό βίο. Είχε τόση πίστη που κάποτε μπήκε σε ένα κλίβανο πυρός από τον οποίο βγήκε αβλαβής με τη βοήθεια του Θεού.
Όταν ήταν δεκαοχτώ ετών έφυγε από το μοναστήρι των Φλαβιανών και πήγε στα Ιεροσόλυμα. Από εκεί κατευθύνθηκε προς την έρημο της Ανατολής για να συναντήσει τον Μέγα Ευθύμιο. Ο Ευθύμιος τον έστειλε σε ένα κοινόβιο, το οποίο διηύθυνε ο όσιος Θεόκτιστος.
Ο Άγιος Σάββας κατά την παραμονή του στο κοινόβιο έλαμψε λόγω του χαρακτήρα του και των αρετών του. Μάλιστα ήταν τόσο σοβαρός και ηθικός – παρά το νεαρόν της ηλικίας – που προσαγορεύτηκε παιδαριογέροντας από τον Μέγα Ευθύμιο.
Ο Άγιος Σάββας, όσο μεγάλωνε τροφοδοτούσε όλο και περισσότερο το πνεύμα του, γι’ αυτό και τιμήθηκε με το χάρισμα της θαυματουργίας. Το χάρισμα αυτό, το επιστράτευσε στην υπηρεσία των φτωχών και των ασθενών και έτσι επιτέλεσε σημαντικότατα έργα.
Για την αγιότητα της ζωής του και για τη μεγάλη του φήμη, είχε σταλεί από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων δυο φορές πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη, προς το βασιλιά Αναστάσιο και έπειτα προς τον Ιουστινιανό. Σε ηλικία ενενήντα τεσσάρων ετών, το 534 μ.Χ., ανήλθε προς Κύριον εν ειρήνη.
Το 584 μ.Χ., το Λείψανο του Αγίου Σάββα ανακομίσθηκε αδιάφθορο όταν ανοίχθηκε ο τάφος του για να ενταφιαστεί ο Ηγούμενος Κασσιανός. Αρχικά διαφυλάχθηκε στη Μονή του και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, κατά την περίοδο των Αραβικών επιδρομών.
Για τον χρόνο άφιξης του στη Βενετία επικρατούν δύο παραδόσεις. Σύμφωνα με την πρώτη το Λείψανο είχε μεταφερθεί στην Κωνσταντινούπολη, απ’ όπου το 1026 μ.Χ. το έκλεψε ο Βενετός ευγενής Πέτρος Centranico (έπειτα Δόγης, 1026 – 1031 μ.Χ.), επί των ημερών του Δόγη Tribunio Menio (982 – 1026 μ.Χ.), το μετέφερε στη Βενετία και το κατέθεσε στο Ναό του Αγίου Αντωνίνου.
Κατά την δεύτερη παράδοση το Λείψανο δεν μεταφέρθηκε ποτέ στην Κωνσταντινούπολη, αλλά διαφυλάχθηκε στον Άγιο Ιωάννη της Άκρας, απ’ όπου μεταφέρθηκε από τούς Γενουάτες στην ανταγωνίστρια της Βενετίας πόλη τους. το 1257 μ.Χ. οι Βενετοί πέτυχαν να μεταφέρουν το Λείψανο στη Βενετία.
Η παρουσία του Λειψάνου του Αγίου Σάββα στη Βενετία επιβεβαιώνεται από την σχετική ομολογία του Σαββαΐτου Μοναχού Σωφρονίου στον Μητροπολίτη Ρωσίας Άγιο Μακάριο, το 1547 μ.Χ. Το 1965 μ.Χ., μετά από ενέργειες του Πατριάρχου Βενεδίκτου, η ρωμαιοκαθολική Εκκλησία επέστρεψε το Λείψανο στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων και φυλάσσεται έκτοτε στη Μονή του.
Δάκτυλος «μετά σαρκός» του Αγίου βρίσκεται στη Μονή Αγίου Ραφαήλ Γρίβας Κιλκίς. Απότμημα του Ιερού Λειψάνου του Αγίου βρίσκεται στη Μονή Μεγ. Σπηλαίου Καλαβρύτω.
Βίος
Ο Σάββας ο Ηγιασμένος γεννήθηκε το 439 στην Μουταλάσκη της Καππαδοκίας, σήμερα προάστιο της Καισάρειας, και δεκαοκτώ ετών μετέβη στην Ιερουσαλήμ. Εκεί ο Ευθύμιος ο Μεγάλος θα τον οδηγήσει στο κοινόβιο του Θεόκτιστου. Το 473 κι αφού πεθάνει ο Ευθύμιος ακολούθησε τον ερημιτισμό. Στη συνέχεια και καθώς υποχρεώθηκε να γίνει κληρικός από τον Σαλλούστιο Ιεροσολύμων ανέλαβε και τη διοίκηση των κοινοβίων και λαυρών. Θα ιδρύσει διάφορα κοινόβια και λαύρες : με πιο γνωστά το κοινόβιο της Μεγάλης Λαύρας (ή Mar Saba) το 483 δέκα χιλιόμετρα ανατολικά της Βηθλεέμ, και το του Σπηλαίου. Συνολικά θα ιδρύσει τέσσερις λαύρες, έξι μοναστήρια, και τέσσερα άσυλα.[1]

Η Μεγάλη Λαύρα Σάββα του Ηγιασμένου της Δυτικής Όχθης, Παλαιστίνη
Ο Σάββας είχε εμπλακεί και στις θεολογικές διαμάχες της εποχής του ενεργά και θα υποστηρίξει τις αποφάσεις της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου κατά των Μονοφυσιτών και κατά των Ωριγενιστών. Μάλιστα θα μεταβεί και δύο φορές στην Βυζαντινή πρωτεύουσα με σκοπό να υποστηρίξει Εκκλησιαστικά ζητήματα: η πρώτη φορά ήταν το 501 και συνάντησε τον αυτοκράτορα Αναστάσιο και τη δεύτερη, το 531 τον Ιουστινιανό. Η δεύτερη αυτή επίσκεψή του συνδεόταν με τις καταστροφές που οι Σαμαρείτες είχαν επιφέρει σε χριστιανικούς ναούς μετά από εξέγερσή τους που εκδηλώθηκε στα 529 επειδή αντιδρούσαν στον βίαιο εκχριστιανισμό τους:[2] Όταν έφτασε στην Κωνσταντινούπολη του απηύθυνε αίτημα για να ενισχύσει οικονομικά την ανοικοδόμηση και αποκατάσταση των κατεστραμμένων από την Σαμαρειτική εξέγερση ναών, να βοηθήσει τους χειμαζόμενους χριστιανικούς πληθυσμούς , να ιδρύσει νοσοκομείο στην Ιερουσαλήμ και να χτίσει κάστρο στην έρημο όπου θα προσέφευγαν για να προστατευτούν οι μοναχοί από τις ληστρικές επιθέσεις των Σαρακηνών.[3]
O άγιος Σάββας διέθετε κύρος, πνευματική ακτινοβολία, ασκητικά κατορθώματα, ήταν άνθρωπος εμπιστοσύνης, ο αυτοκράτορας με τη σύζυγό του επιζητούσαν την ευλογία και τις προρρήσεις του, όλα αυτά συνέτειναν στο να είναι «ο καταλληλότερος για να μεσολαβήσει στον αυτοκράτορα για τη λύση των προβλημάτων των κατοίκων της Παλαιστίνης και ο μόνος που θα μπορούσε να τον καθοδηγήσει στην άσκηση της κοινωνικής του πολιτικής.»[4][5] Μόλις επέστρεψε ο Σάββας από την τελευταία του επίσκεψη πέθανε σε ηλικία ενενήντα τεσσάρων ετών στις 5 Δεκεμβρίου του 532. Την ίδια ημέρα εορτάζεται και η μνήμη του.