Ήταν 10 Γενάρη του 1983 όταν ο Γεράσιμος Αρσένης, τότε Υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου ανακοίνωσε ότι, εν μία νυκτί, η δραχμή θα έχανε το 15,5% της αξίας της.
Κατά μία έννοια, οι Έλληνες είχαν γίνει αντίστοιχα «φτωχότεροι» σε σύγκριση με τους κατοίκους των άλλων κρατών.
Η ανακοίνωση της υποτίμησης σήμαινε πως σε μία στιγμή η δραχμή, το εθνικό μας νόμισμα τότε, έχανε το 15,5% της αξίας της έναντι του δολαρίου και των υπολοίπων ξένων νομισμάτων. Τα ξένα προϊόντα γίνονταν αυτομάτως ακριβότερα, ομοίως και τα ταξίδια στο εξωτερικό, ενώ κάθε μορφή χρέους που αποτιμούταν σε δολάρια, μάρκα ή άλλα ξένα νομίσματα γινόταν ακόμη πιο δυσβάσταχτη
Η απόφαση της υποτίμησης ήρθε σε συνέχεια της πολιτικής της διολίσθισης της δραχμής, που είχε υιοθετήσει η Τράπεζα της Ελλάδος από το 1974 έως και το 1980, επιδιώκοντας να διατηρήσει την ανταγωνιστικότητα της χώρας, σε πείσμα της ενεργειακής κρίσης αλλά και της αύξησης του κόστους της εργασίας στην Ελλάδα.
Από το 1981 έως το 1983 το ΠΑΣΟΚ προσπάθησε να αναστρέψει την εικόνα της οικονομίας, όμως δεν τα κατάφερε και έτσι το τότε οικονομικό επιτελείο επέλεξε τη λύση της υποτίμησης. Η λογική της απόφασης ήταν πως είναι προτιμότερο να έχουμε μια εφάπαξ μείωση της αξίας της δραχμής, που θα καθιστούσε ανταγωνιστική την ελληνική οικονομία, παρά τον «αργό θάνατο της διολίσθησης».
Εντούτοις, η πραγματικότητα διέψευσε τις προσδοκίες και το εθνικό νόμισμα οδηγήθηκε σε ένα αρνητικό σπιράλ ταχείας διολίσθησης, αμέσως μετά την υποτίμηση της 10ης Ιανουαρίου του 1983. Ακόμα όμως και αυτή η σταθερά πτωτική πορεία δεν ήταν αρκετή ανακόψει τις πιέσεις και να κάνει την οικονομία ανταγωνιστική. Έτσι, δύο χρόνια αργότερα, το 1985 ήρθε ακόμη μία υποτίμηση, αυτή τη φορά της τάξης του 15%, για να ακολουθήσουν στη συνέχεια τα χρόνια της «σκληρής γραμμής».
Από τoν Μαρκεζίνη στον Σημίτη
Οι δύο υποτιμήσεις αυτές δεν ήταν ούτε οι πρώτες ούτε οι τελευταίες στην σύγχρονη οικονομική ιστορία της Ελλάδος. Από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι και το 1953 είχαν προηγηθεί άλλες επτά υποτιμήσεις, χωρίς όμως να πετύχουν το στόχο τους, που ήταν να γίνει ανταγωνιστική η ελληνική οικονομία. Τα δεδομένα όμως άλλαξαν στις 9 το βράδυ της 9 Απριλίου του 1953 όταν ο τότε Υπουργός Συντονισμού, Σπύρος Μαρκεζίνης άλλαζε την πορεία της ελληνικής οικονομίας, ανακοινώνοντας τη μεγαλύτερη υποτίμηση στην ιστορία της.
Με μία ραδιοφωνική ανακοίνωση, η επίσημη σχέση του αμερικανικού νομίσματος και της δραχμής καθορίζεται στις 30.000 δραχμές το δολάριο έναντι 15.000 δραχμών προηγουμένως. Η δραχμή είχε υποτιμηθεί κατά 50%! Αργότερα, τα τρία μηδενικά αφαιρέθηκαν και η ισοτιμία δραχμής- δολαρίου διαμορφώθηκε στο 30 προς 1.
Ήταν η μεγαλύτερη υποτίμηση στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας, η οποία, σε συνδυασμό με την σύνδεση της δραχμής με το σύστημα σταθερών ισοτιμιών του Μπρέτον Γουντς έφερε νέα δεδομένα στην ελληνική οικονομία.
Και ταυτόχρονα δίχασε για ακόμη μια φορά τον ελληνικό λαό. Οι υποστηρικτές του Μαρκεζίνη θεωρούν ότι μέσω της υποτίμησης έκανε την Ελλάδα ανταγωνιστική ενώ οι πολέμιοι κάνουν λόγο για ακόμη μεγαλύτερη διεύρυνση των ανισοτήτων, οδηγώντας στα κύματα μετανάστευσης των δεκαετιών του ’50 και του ΄60.
Όσο για τις μετά το 1983 υποτιμήσεις, η επόμενη και τελευταία πραγματοποιήθηκε το 1998, επί πρωθυπουργίας του Κώστα Σημίτη. Ήταν της τάξης του 12,6% και αποτέλεσε το τελευταίο βήμα για την ένταξη της χώρας στο ενιαίο νόμισμα.
Σε απόλυτους αριθμούς, ως συνέπεια των υποτιμήσεων και των διολισθήσεων είδαμε την ισοτιμία δραχμής δολαρίου να εκτινάσσεται από το 30 προς ένα μέχρι και το 400 προς 1 από το 1974 μέχρι και την είσοδο της χώρας μας στο ενιαίο νόμισμα.
Συγκεκριμένα, από την «κλειδωμένη» ισοτιμία των 30 δραχμών ανά δολάριο το 1974, εκτινάχθηκε στις 147,76 δραχμές ανά δολάριο το 1985 για να σκαρφαλώσει ξανά στις 237 δραχμές ανά δολάριο το 1995.
Το 1999 η ισοτιμία ξεπέρασε το φράγμα των 400 δραχμών ανά δολάριο καταγράφοντας ιστορικό ρεκόρ –περισσότερες από 13 φορές πάνω από την ισοτιμία του 1974- για να διαμορφωθεί στις 365,5 δραχμές ανά δολάριο το 2000 με την είσοδο της χώρας μας στο ευρώ.
Από εκεί και πέρα, η ένταξη της Ελλάδας στο ενιαίο νόμισμα σταμάτησε την ξέφρενη άνοδο, ενώ είδαμε στα μέσα της δεκαετίας του 2000 το ευρώ να ενισχύεται σημαντικά έναντι του αμερικανικού νομίσματος. Έτσι, στις 22 Απριλίου του 2008 η ισοτιμία ευρώ/δολαρίου κατέγραψε ιστορικό υψηλό στο 1,60 ενώ σήμερα διαμορφώνεται πολύ κοντά στο απόλυτο 1 προς 1.