Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι…
Γράφει η Κατερίνα Αναγνωστοπούλου – Σωτηροπούλου
Ο παραδοσιακός γάμος (Μέρος 4ο )
Τα προσκλητήρια
Σε εποχές χωρίς μέσα επικοινωνίας (τηλέφωνο, αυτοκίνητο, κλπ), το «κάλεσμα», ήταν μια ολόκληρη διαδικασία. Τα έντυπα προσκλητήρια εμφανίστηκαν στην επαρχία πολύ αργά. Μέχρι και τη δεκαετία του ’60, τα προσκλητήρια γάμου «επιδίδοντο» με τον παραδοσιακό τρόπο:
Επιλέγονταν δύο άντρες, συγγενείς της νύφης και του γαμπρού χωριστά, οι «καλεστάδες», που «άντεχαν» να επιδώσουν τα προσκλητήρια, δηλαδή άντεχαν το κρασί! Έτσι, την Τρίτη ή την Τετάρτη, μόλις νύχτωνε, ξεκινούσαν γεμάτοι ¨κουράγιο¨ με μια μπουκάλα κρασί κι ένα ποτήρι. Από τους καλεστάδες ο ένας είχε το λόγο. Ο δεύτερος απλά συντρόφευε τον πρώτο, αφού απαιτείτο να είναι δύο!
Μπαίνοντας στο σπίτι που θα καλούσαν, μετά το χαιρετισμό έβαζαν κρασί στο ποτήρι και προσφέροντάς το στο νοικοκύρη, έλεγαν: «Ο …σε καλεί στο γάμο του παιδιού του, που θα γίνει την Κυριακή, ώρα τάδε», ή «Ο … σε καλεί στο γάμο του παιδιού του και στο τραπέζι». Ο προσκεκλημένος έπαιρνε το ποτήρι και πριν πιει το κρασί έλεγε: «Ευχαριστώ. Η ώρα η καλή». Κι αμέσως με το ίδιο ποτήρι κέρναγε τους καλεστάδες με δικό του κρασί. Και έπρεπε να το πιουν και να ευχηθούν χαρές και στο σπίτι αυτό.
Σε άλλα μέρη δύο μικρά κορίτσια γυρνούσαν όλο το χωριό και το καλούσαν στην τελετή. Το κάλεσμα γινόταν με ένα κουφέτο τυλιγμένο σε χαρτί μαζί με ένα κλαράκι βασιλικό.
Όσοι προσκαλούνταν για τραπέζι, ήταν υποχρεωμένοι να στείλουν μια μέρα πριν ένα καρβέλι ψωμί, περιποιημένο (με γλυκάνισο, σουσάμι κλπ), ένα αρνί και μια νταμουζάνα κρασί.
Ξεχωριστά απ’ όλους καλείτο ο κουμπάρος, που κατά βάση το γνώριζε από πριν. Ο κουμπάρος ήταν επιλογή του γαμπρού. Συνήθως ήταν ο νονός του ή κάποιος στενός φίλος ή και συγγενής. Σπάνια είχε λόγο σ’ αυτό η νύφη. Ο κουμπάρος κατά κανόνα βάφτιζε και το πρώτο παιδί του ζευγαριού. Το κάλεσμα του κουμπάρου απαιτούσε ¨ειδικό προσκλητήριο¨. Και αυτό δεν ήταν άλλο από ένα αρνί!
Ένα τελευταίο κάλεσμα και μάλιστα πολύ απαραίτητο, ήταν εκείνο του μάγειρα! Το άτομο αυτό έπρεπε να ξέρει να μαγειρεύει για πολλές δεκάδες πιάτα αλλά και να κάνει νόστιμα φαγητά. Το κάλεσμά του είχε καθαρά τιμητικό χαρακτήρα, χωρίς κάποιο υλικό αντίκρισμα. Η αμοιβή του ήταν η ευχαρίστηση του κόσμου από τη μαστοριά του! Ως μάγειρας καλείτο συνήθως κάποιος που είχε υπηρετήσει στο στρατό με την ειδικότητα αυτή του μάγειρα. Γεγονός που βεβαίωνε ότι ήξερε από ¨καζάνι¨! Γιατί το πιλάφι ή η σούπα γινόταν σε καζάνι!
[[{“type”:”media”,”view_mode”:”media_original”,”fid”:”141619″,”attributes”:{“alt”:””,”class”:”media-image”,”height”:”536″,”typeof”:”foaf:Image”,”width”:”800″}}]]
Η μέρα του γάμου
Ο γάμος χωρίς εξαίρεση γινόταν Κυριακή εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων, γι’ αυτό και έλεγαν: «Όλα στραβά και ανάποδα και ο γάμος την Τετάρτη». Συνήθως, γινόταν Άνοιξη, Καλοκαίρι και Φθινόπωρο, εκτός από το μήνα Μάη (που ζευγάρωναν τα γαϊδούρια), τη σαρακοστή και τα δίσεκτα χρόνια.
Το στόλισμα της νύφης
Το στόλισμα της νύφης ήταν σωστή ιεροτελεστία και γινόταν στο σπίτι της από τις φίλες της. Αφού της φορούσαν τα εσώρουχα, έκρυβαν κάτω απ’ αυτά το ξόρκι για το μάτι και για τα κακά λόγια (της έδεναν μια κλειδωνιά για να κλειδώσουν τ’ ανδρόγυνο, της έβαζαν ένα ψαλιδάκι για να κόψουν τις κακές γλώσσες και της φορούσαν ένα χαϊμαλί πού είχε μέσα λίγο ψωμί, λίγο μπαρούτι, μιτάρι από αργαλειό, ένα κομματάκι σκούπα, λίγο λιβάνι και καρβουνόσκονη).
Ιδιαίτερα επιμελημένο ήταν και το χτένισμα της νύφης. Αυτό το αναλάμβαναν επιτήδειες γυναίκες και τα τελευταία χρόνια οι κομμώτριες.
Στα παπούτσια της νύφης που ήταν ολοκαίνουργια, είχαν γράψει τα ονόματά τους τα ανύπαντρα κορίτσια. Εάν το όνομα μετά την τελετή της στέψης έσβηνε, τότε το κορίτσι θα παντρευόταν γρήγορα. Εάν όμως δεν έσβηνε, τότε ήταν κακό σημάδι γιατί μπορεί το κορίτσι να έμενε στο ράφι.
Μετά περνούσε πρώτη η μάνα της νύφης, τη σταύρωνε με ένα κέρμα, τη φιλούσε και της εύχονταν “να ’ναι καλορίζικη”.
Στη συνέχεια τη σταύρωναν με τη σειρά τους και της εύχονταν ο πατέρας, τα αδέρφια κι όλοι οι συγγενείς. Στιγμή εξαιρετικά συγκινητική! Τέλος, η νύφη χαιρετούσε μία- μία τις φίλες της και με αυτόν τον τρόπο αποχαιρετούσε την ανέμελη κοριτσίστικη ζωή! Σ’ αυτή τη φάση, ο τόνος των τραγουδιών του γάμου ήταν μελαγχολικός λόγω του οριστικού χωρισμού της νύφης από το πατρικό της σπίτι, όπως:
Εκεί που πας νυφούλα μου
σαν δέντρο να ριζώσεις
και σα μηλιά γλυκομηλιά
τους κλώνους σου ν’ απλώσεις.
Να κάνεις γιους γραμματικούς
και πλούσιες θυγατέρες.
……………………………
Νύφη μας εκείθε που θα πας
σ’ ανώγεια και κατώγεια
την πεθερά να σκέφτεσαι
και να ’χεις λίγα λόγια.
Το στόλισμα του γαμπρού
Στο σπίτι του γαμπρού το ξύρισμα γινόταν από τους φίλους του που του τραγουδούσαν:
Τώρα γαμπρός ξυρίζεται
κι η νύφη μας στολίζεται.
Σταύρωναν το γαμπρό με ένα κέρμα – για να είναι καλότυχος και σιδερένιος- πρώτα οι γονείς, τα αδέλφια οι μπαρμπάδες, οι θειάδες, ευχόμενοι ¨καλά στέφανα”. Μετά ντύνονταν ο γαμπρός και ξεκινούσαν για να πάρουν τη νύφη.
Τα ανύπαντρα κορίτσια έβαζαν στα κρυφά κουφέτα στην τσέπη του γαμπρού και το βράδυ τα έβαζαν στο μαξιλάρι για να ονειρευτούν ποιόν θα παντρευτούν!